Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λεος
καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε·
|
ὴν
εὐσπλαγχνίαν σου καὶ τὴν δικαιοκρισίαν
σου θὰ ὑμνολογήσω πρὸς δόξαν
σου, Κύριε. |
ὸ
εὐσπλαγχνικόν σου ἔλεος καὶ τὴν τελείαν
καὶ ἀπροσωπόληπτον δικαιοσύνην σου ἐνώπιόν
σου. Κύριε, θὰ ψάλω· |
2
ψαλῶ καὶ συνήσω ἐν ὁδῷ
ἀμώμῳ· πότε ἥξεις πρός
με; Διεπορευόμην ἐν ἀκακίᾳ καρδίας
μου ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου μου.
|
2
Θὰ σε δοξολογήσω. Κύριε, καὶ θὰ
κατανοήσω ποιὸς εἶναι ὁ ἄμωμος
τρόπος καὶ δρόμος τῆς ζωῆς μου.
Πότε θὰ ἔλθῃς πρὸς ἐμέ,
Κύριε, ἐλεήμων καὶ εὐεργετικός;
Ἐγὼ συμπεριεφέρθην κατὰ τὸ παρελθὸν
καὶ μέχρι σήμερον, ἐν μέσῳ
τῆς οἰκογενείας μου, μὲ ἀκακίαν
καρδίας, μὲ εὐθύτητα καὶ ἀνιδιοτέλειαν.
|
2
θὰ σὲ ἀνυμνήσω δι’ αὐτὰ καὶ
θὰ ἐξετάσω προσεκτικὰ τὴν ὁδὸν
καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς καὶ
συμπεριφορᾶς τὸν ἄμεμπτον, ὥστε νὰ
πολιτεύωμαι κατ’ αὐτόν. Ποθῶ, Κύριε, τὴν
παρουσίαν σου. Πότε θὰ ἔλθῃς πρός
με; Ἰδοὺ πῶς ἐπολιτεύθην μέχρι σήμερον
καὶ τί ὑπόσχομαι νὰ τηρήσω πιστῶς
καὶ εἰς τὸ μέλλον. Συμπεριεφερόμην πάντοτε
κατὰ τὸ παρελθὸν ἐν μέσῳ τῆς
οἰκογενείας μου μὲ ἀκακίαν καρδίας
καὶ στοργὴν ἀπηλλαγμένην πονηρίας καὶ
ἐγωϊσμοῦ. |
3
Οὐ προεθέμην πρὸ ὀφθαλμῶν μου
πρᾶγμα παράνομον, ποιοῦντας παραβάσεις
ἐμίσησα· οὐκ ἐκολλήθη μοι
καρδία σκαμβή. |
3
Ποτὲ δὲν ἔθεσα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν
μου καὶ δὲν ἐπεδίωξα ὡς συμφέρον
μου παράνομον τινα πρᾶξιν. Τουναντίον ἐμίσησα
ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
παρέβαιναν τὸν Νόμον σου. Ποτὲ ἕως
τώρα δὲν προσεκολλήθη κοντά μου ὡς
φίλος ἢ ὡς μέλος τῆς αὐλῆς
μου ἄνθρωπος με καρδίαν στρεβλήν.
|
3
Δὲν ἔθετον ποτὲ ἐνώπιον τῶν
ὀφθαλμῶν τῆς διανοίας μου παρανόμους πράξεις,
ἀλλ’ ἐβδελυσσόμην τὸ κακὸν καὶ
ὡς ἁπλῆν σκέψιν καὶ ἐνθύμησιν.
Ἀπεστράφην τοὺς ἀρεσκομένους εἰς τὴν
ἀνομίαν καὶ συστηματικῶς παραβαίνοντας τὸν
νόμον, καὶ ὁσονδήποτε καὶ ἂν
ἐπεζήτησαν διὰ τῆς κολακείας νὰ ἀρέσουν
εἰς ἐμέ, ἐγὼ τοὺς ἐμίσησα.
|
4
Ἐκκλίνοντος ἀπ' ἐμοῦ τοῦ
πονηροῦ οὐκ ἐγίνωσκον.
|
4
Καμμίαν γνῶσιν καὶ καμμίαν σχέσιν
δὲν εἶχον πρὸς πονηρὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ματαίως
ἐπιχειροῦσε νὰ μὲ πλησίασῃ,
ἀπεμακρύνετο ἀπὸ ἐμέ.
|
4
Δὲν προσεκολλήθη πρὸς ἐμὲ ὡς
μέλος τῆς ἀκολουθίας καὶ αὐλῆς
μου καρδία στρεβλὴ καὶ διεστραμμένη· ἐνῷ
δὲ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀπεμακρύνετο
ἀπ’ ἐμοῦ ἐμποδιζόμενος νὰ
εἰσχωρήσῃ εἰς τὸ περιβάλλον
καὶ τὴν ἀκολουθίαν μου, ἐγὼ
τὸν ἠγνόουν καὶ δὲν εἶχον καμμίαν
σχέσιν πρὸς αὐτόν. |
5
Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον
αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον·
ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ
ἀπλήστῳ καρδία, τούτῳ
οὐ συνήσθιον. |
5
Τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος κατέκρινε
κρυφίως τὸν πλησίον του, τὸν ἐξεδίωκα
ἀπὸ κοντά μου. Μὲ ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀλαζονικοὺς
τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐφέρετο
μὲ περιφρόνησιν πρὸς τοὺς ἄλλους,
εἶχε δὲ καὶ ἄπληστον καρδίαν,
ποτὲ δὲν συνέτρωγα, ποτὲ δὲν
τὸν εἶχα σύντροφόν μου.
|
5
Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος κρυφίως ἐκατηγόρει
τὸν πλησίον του διὰ νὰ τὸν ἀποξενώσῃ
ἀπὸ τὴν εὔνοιάν μου, μονοπωλῶν
ταύτην ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ του,
τοῦτον ἀπεδίωκον. Μὲ ἄνθρωπον ἔχοντα
ὄμμα ἐπηρμένον, περιφρονητικῶς ριπτόμενον
εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ καρδίαν ἄπληστον
καὶ γεμάτην πλεονεξίαν, δὲν συνέτρωγον μὲ
αὐτόν. |
6
Οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπὶ τοὺς
πιστοὺς τῆς γῆς τοῦ συγκαθῆσθαι
αὐτοὺς μετ' ἐμοῦ· πορευόμενος
ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ, οὗτός
μοι ἐλειτούργει. |
6
Ἀλλὰ εἶχα ἐστραμμένους πάντοτε
τοὺς ὀφθολμούς μου πρὸς τοὺς
πιστοὺς καὶ ἐνάρετους ἀνθρώπους
τῆς χώρας μου. Αὐτοὺς προσεκάλουν
νὰ παρακάθηνται μαζῆ μου ὡς φίλοι
καὶ σύμβουλοί μου. Ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ἐζοῦσε βίον ἀνεπίληπτον
καὶ καθαρόν, αὐτὸν προσελάμβανα
ὡς ὑπάλληλόν μου, ὡς βοηθόν
μου καὶ συνεργάτην μου. |
6
Οἱ ὀφθαλμοί μου προσέβλεπον μετ’ εὐνοίας
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς χώρας μου,
τοὺς πιστοὺς καὶ εἰλικρινεῖς,
καὶ αὐτοὺς ἐδεχόμην διὰ νὰ
συγκάθηνται μαζί μου σύμβουλοί μου ἀνιδιοτελεῖς
λαλοῦντες τὴν ἀλήθειαν πρὸς ἐμέ·
ἐκεῖνος ποὺ ἐπολιτεύετο καὶ
συμπεριεφέρετο ἀμέμπτως, αὐτὸς ἦτο
λειτουργὸς καὶ ὑπάλληλος τοῦ κράτους
μου. |
7
Οὐ κατῴκει ἐν μέσῳ τῆς
οἰκίας μου ποιῶν ὑπερηφανίαν,
λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν μου. |
7
Μέσα εἰς τὸν οἶκον μου δὲν κατῴκησε
οὔτε θὰ κατοικήσῃ ἄνθρωπος ἐγωϊστὴς
καὶ ὑπερήφανος· ἄνθρωπος, ποὺ
λαλεῖ καὶ ἐπιδιώκει ἀδικίας,
δὲν θὰ εὐδοκιμήση οὔτε θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ σταθῇ ἐνώπιόν
μου. |
7
Ὅπως εἰς τὸ παρελθόν, οὕτω καὶ
εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ κατοικῇ
ὡς αὐλικός μου εἰς τὸν οἶκόν
μου ἄνθρωπος ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος,
ἐκεῖνος δὲ ποὺ λαλεῖ ἄδικα
δὲν θὰ εὐδοκιμήσῃ οὔτε
θὰ μπορέσῃ νὰ σταθῇ ἐμπρός μου.
|
8
Εἰς τὰς πρωΐας ἀπέκτεινον πάντας
τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς τοῦ
ἐξολοθρεῦσαι ἐκ πόλεως Κυρίου
πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν
ἀνομίαν. |
8
Κάθε πρωΐαν ἐδίκαζα καὶ κατεδίκαζα
εἰς θάνατον ὅλους τοὺς ἐγκληματίας
τῆς χώρας μου, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Κυρίου,
τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅλους ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι πεισμόνως καὶ ἀμετανοήτως
ἐργάζονται τὸ κακόν. |
8
Ἐκάστην πρωΐαν, ὁσάκις θὰ ἀσκῶ
τὸ ἔργον τοῦ Κριτοῦ καὶ θὰ
ἀποδίδω δικαιοσύνην, ὅπως εἰς τὸ
παρελθὸν οὕτω καὶ εἰς τὸ μέλλον,
θὰ παραδίδω εἰς θάνατον ὅλους τοὺς
ἁμαρτωλοὺς τῆς χώρας, τοὺς θανασίμως
ἐγκληματήσαντας, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσω
οὕτως ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Κυρίου,
τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅλους ὅσοι ἐργάζονται
τὴν ἀνομίαν. |