Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε,
εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς
μου, καὶ ἡ κραυγή
μου πρὸς σὲ ἐλθέτω.
|
ύριε,
ἄκουσε καὶ κάμε δεκτὴν τὴν προσευχήν
μου. Ἡ κραυγὴ τῆς δεήσεώς μου
ἂς φθάσῃ ἐνώπιόν σου.
|
ὐδόκησον,
Κύριε, να ἀκούσῃς καὶ νὰ δεχθῇς
τὴν προσευχήν μου, καὶ ἡ γοερὰ κραυγὴ
τῆς δεήσεώς μου ἂς ἀναβῇ πρὸς
σέ. |
3
Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν
σου ἀπ' ἐμοῦ· ἐν ᾗ ἂν
ἡμέρᾳ θλίβωμαι, κλῖνον πρός
με τὸ οὖς σου· ἐν ᾗ ἂν
ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε,
ταχὺ ἐπάκουσόν μου,
|
3
Μὴ γυρίσῃς ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν
σου, ὥστε νὰ παύσῃς νὰ μὲ
βλέπῃς. Εἰς ἡμέραν κατὰ
τὴν ὁποίαν θλίβομαι, ὅπως εἶναι
ἡ σημερινὴ ἡμέρα, πλησίασε τὸ
αὐτί σου πρὸς ἐμέ. Ὅταν
εἰς περιστάσεις δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων
σὲ ἐπικαλοῦμαι, κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην ἄκουσε καὶ κάμε σύντομα
δεκτὴν τὴν προσευχήν μου·
|
3
Μὴ στρέψῃς ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν
σου, ὥστε νὰ μὴ μὲ βλέπῃς·
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς θλίψεώς μου πλησίασε
πρὸς ἐμὲ τὸ οὖς σου καὶ
ἀκροάσθητί με εὐμενῶς· ὁσάκις
σὲ ἐπικαλεσθῶ, ταχέως καὶ ἄνευ
ἀναβολῆς ἢ ἀργοπορίας ἐπάκουσόν
με. |
4
ὅτι ἐξέλιπον ὡσεὶ καπνὸς
αἱ ἡμέραι μου, καὶ τὰ ὀστᾶ
μου ὡσεὶ φρύγιον συνεφρύγησαν.
|
4
διότι αἱ ἡμέραι μου ἐχάθησαν
ὡσὰν καπνός, ποὺ διαλύεται εἰς
τὸν ἀέρα. Καὶ τὰ κόκκαλά
μου ἐξηράνθησαν ὡσὰν τὰ φρύγανα.
|
4
Διότι αἱ ἡμέραι μου ἐπέρασαν καὶ ἐχάθησαν
ἀκάρπως σὰν νὰ ἦσαν καπνός,
καὶ τὰ ὀστά μου ἀπεξηράνθησαν καὶ
ἔχασαν πᾶσαν ἰκμάδα καὶ στερεότητα,
σὰν τὰ καυσόξυλα καὶ φρύγανα ἐμπρὸς
εἰς τὴν πυράν. |
5
Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ
ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην
τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου.
|
5
Ἐμαράθηκα καὶ ἐκτυπήθηκα ὡσὰν
τὸ χόρτον, ποὺ τὸ ξηραίνει ὁ
ἥλιος. Ἡ καρδία μου ἐστέγνωσε
ἀπὸ τὴν νηστείαν, διότι μέσα
εἰς τὸ βάρος τοῦ πόνου μου ἐλησμόνησα
νὰ φάγω τὸν ἄρτον μου.
|
5
Ἐκτυπήθην καὶ ἐπληγώθην σὰν
τὸν χόρτον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπεσε
καυστικωτάτη ἡ ἡλιακὴ ἀκτίς, καὶ
ἐξηράνθη σὰν ἐκεῖνον ἐξαντληθεῖσα
πλήρως ἡ καρδία μου, διότι ἀπὸ τῆς
πολλῆς θλίψεως κατελήφθην ἀπὸ τόσην ἀνορεξίαν,
ὥστε ἐλησμόνησα νὰ φάγω τὸν
ἄρτον μου. |
6
Ἀπὸ φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου
ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν μου τῇ
σαρκί μου. |
6
Ἐξ αἰτίας τῶν γοερῶν μου στεναγμῶν
ἔγινα πετσὶ καὶ κόκκαλο, ἐκολλήθη
τὸ δέρμα μου ἐπάνω εἰς τὰ
ὀστᾶ μου. |
6
Ἕνεκα τῶν ἀπαύστων καὶ γοερῶν
στεναγμῶν μου ἐγενόμην κάτισχνος μέχρι τοῦ
νὰ κολλήσουν τὰ ὀστᾶ μου εἰς
τὸ δέρμα μου. |
7
Ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην
ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ,
|
7
Ἐγκατελείφθην καὶ ἀπεμονώθην
ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους,
ἔμεινα μόνος ὡσὰν τὸν ἐρημικὸν
πελεκᾶνο. Ἔγινα ὅμοιος μὲ τὸ
κλαψοποῦλι τῆς νύχτας, ποὺ θρηνεῖ
εἰς τοὺς ἐρειπωμένους οἴκους.
|
7
Ἔγινα ὅμοιος πρὸς πελεκάνον, ὁ ὁποῖος
διέρχεται τὰς ἡμέρας του εἰς τὴν ἒρημον·
κατήντησα σὰν κλαυσοπούλι ποὺ ἐκβάλλει τὰς
θρηνώδεις κραυγάς του κατὰ τὴν νύκτα εἰς
ἐρειπωμένον οἶκον. |
8
ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς
στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος.
|
8
Ἔμεινα ἄγρυπνος, ἔγινα ὅμοιος μὲ
τὸ στρουθίον, ποὺ ἔχασε τὸν
σύντροφόν του, καὶ θλιμμένον μένει
μόνον του ἐπάνω εἰς τὴν στέγην.
|
8
Παρέμεινα ἄϋπνος καὶ ἔγινα σὰν στρουθίον,
ποὺ ἔχασε τὸν σύντροφόν του καὶ μένει
μόνον εἰς τὸ ὕψος τῆς στέγης.
|
9
Ὅλην τὴν ἡμέραν ὠνείδιζόν
με οἱ ἐχθροί μου, καὶ οἱ ἐπαινοῦντές
με κατ' ἐμοῦ ὤμνυον. |
9
Καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας
μὲ ἐνέπαιζαν καὶ μὲ ὕβριζαν
οἱ ἐχθροί μου· καὶ αὐτοὶ
οἱ ὁποῖοι προηγουμένως μὲ ἐπαινοῦσαν,
ὁρκίζονται τώρα ἐναντίον μου
καὶ μὲ καταρῶνται. |
9
Ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ ἐχλεύαζον
καὶ μὲ περιεγέλων οἱ ἐχθροί μου, καὶ
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε
μὲ ἐπῄνουν, θέτουν ἤδη ὡς ὅρκον
τὴν συμφοράν μου λέγοντες νὰ πάθω καὶ ἐγὼ
ὅ,τι ἔπαθεν ἐκεῖνος.
|
10
Ὅτι σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον ἔφαγον
καὶ τὸ πόμα μου μετὰ κλαυθμοῦ
ἐκίρνων |
10
Ἐξ αἰτίας τοῦ βάρους τῶν
θλίψεών μου κατήντησα νὰ τρώγω
στάκτην ἀντὶ τοῦ ἄρτου καὶ
τὸ νερό, τὸ ὁποῖον πίνω,
τὸ ἀναμιγνύω μὲ τὰ δάκρυα
τοῦ κλαυθμοῦ μου. |
10
Πράγματι δὲ εἶμαι δυστυχέστατος, διότι ἀντὶ
ἄρτου τρώγω τὴν στάκτην τοῦ διαρκοῦς
μου πένθους, καὶ τὸ ὕδωρ, ποὺ πίνῳ,
τὸ ἀναμιγνύω μὲ τὰ ἀφθόνως
ρέοντα ἐξ αἰτίας τῶν λυγμῶν μου δάκρυα.
|
11
ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς
σου καὶ τοῦ θυμοῦ σου, ὅτι ἐπάρας
κατέρραξάς με. |
11
Αὐτὰ ὑποφέρω ἐξ αἰτίας
τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μεγάλου
θυμοῦ σου διὰ τὰς ἁμαρτίας μου.
Διότι σύ, ἀφοῦ μὲ ἐσήκωσες
ὑψηλά, μὲ ἀπέσπασες ἀπὸ
τὴν πατρίδα μου καὶ συντετριμμένον
μὲ ἐξετίναξες εἰς τὴν ξένην
γῆν. |
11
Ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ ὑφίσταμαι
λόγῳ τῆς ὀργῆς σου καὶ τῆς
ἀγανακτήσεώς σου διὰ τὰς ἁμαρτίας
μου, διότι μὲ ἐσήκωσες πρῶτον ὑψηλὰ
ἐκρίζωσας ἐκ τῆς πατρίδος μου καὶ
μὲ ἐξετίναξες κατόπιν συντετριμμένον εἰς
ξένην καὶ ἀλλόφυλον γῆν. |
12
Αἱ ἡμέραι μου ὡσεὶ σκιὰ
ἐκλίθησαν, κἀγὼ ὡσεὶ χόρτος
ἐξηράνθην. |
12
Καὶ ἔτσι αἱ ἡμέραι τῆς
ζωῆς μου χάνονται, ὅπως αἱ σκιαὶ
κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
Ἐστέγνωσα, ὡσὰν τὸ ἐφήμερο
χορτάρι ποὺ ξηραίνεται ἀπὸ τὸ
καῦμα τοῦ ἡλίου καὶ εἶναι
ἕτοιμον νὰ ριφθῇ εἰς τὴν φωτιάν.
|
12
Καὶ οὕτως αἱ ἡμέραι μου χάνονται σὰν
τὴν σκιάν, ἡ ὁποία, ὅταν δύῃ
ἡ ἡμέρα, κλίνει καὶ ἐκλείπει, καὶ
ἐγὼ σὰν χόρτος μαραμένος ἐξηράνθην
καὶ δὲν ἀπομένει τίποτε ἄλλο, παρὰ
νὰ θερισθῶ καὶ νὰ ριφθῶ εἰς
τὸ πῦρ. |
13
Σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα
μένεις, καὶ τὸ μνημόσυνόν σου
εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. |
13
Σὺ ὅμως, Κύριε, μένεις ἀναλλοίωτος
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
καὶ τὸ Ὄνομά σου μνημονεύεται
διὰ μέσου ὅλων τῶν γενεῶν.
|
13
Ἀλλ’ ἂς μὴ ἀπελπίζωμαι, διότι ἂν
καὶ ἐγὼ ὁ εἰς καὶ ἡ
ὁλότης τοῦ ἔθνους μου εἰς τοιαύτην
περιήλθομεν κατάστασιν, σὺ ὅμως, Κύριε, μένεις
εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ τὸ
ὄνομά σου μνημονεύεται ἀπαύστως καὶ αἰωνίως
ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς
τὴν ἄλλην γενεάν. |
14
Σὺ ἀναστὰς οἰκτειρήσεις τὴν
Σιών, ὅτι καιρὸς τοῦ οἰκτειρῆσαι
αὐτήν, ὅτι ἥκει καιρός·
|
14
Σύ, λοιπόν, ὁ αἰώνιος καὶ
παντοδύναμος Θεός, σήκω ἀπὸ
τὸν θρόνον τῆς μεγαλωσύνης σου, σπλαγχνίσου
τὴν Σιών, διότι ἔφθασεν ὁ καιρός,
ποὺ πρέπει νὰ τὴν λυπηθῇς, νὰ
τὴν ἐλεήσῃς, νὰ τὴν σώσῃς.
Ἦλθε πλέον ὁ προσδιωρισμένος ἀπὸ
σὲ χρόνος τῆς ἀπελευθερώσεώς
μας. |
14
Σὺ λοιπόν, ὁ αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος,
θὰ σηκωθῇς διακόπτων τὴν σιωπήν σου καὶ
θὰ σπλαγχνισθῇς τὴν Σιών, τὴν ἐρημωμένην
Ἱερουσαλήμ, διότι πλέον ἔχει ἔλθει ὁ
κατάλληλος καὶ ὁ ὑπὸ τῆς προνοίας
σου καθωρισμένος χρόνος διὰ νὰ τὴν λυπηθῇς.
|
15
ὅτι εὐδόκησαν οἱ δοῦλοί
σου τοὺς λίθους αὐτῆς, καὶ τὸν
χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι.
|
15
Διότι οἱ ταλαιπωρούμενοι εἰς τὴν
αἰχμαλωσίαν δοῦλοι σου, ἐπόθησαν
καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ λιθάρια
τῶν ἐρειπωμένων κτιρίων της. Τὸ
ἀπὸ τὴν καταστροφὴν ἀπολειφθὲν
χῶμα της πονοῦν νὰ ἴδουν.
|
15
Διότι οἱ ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ
δοῦλοι σου ἐπόθησαν καὶ αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς λίθους τῶν ἐρειπίων
της καὶ τὸ ἐκ τῆς καταστροφῆς
ἐναπολειφθὲν χῶμα μὲ δάκρυα πολλὰ
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ
οἶκτον πολὺν εἰς τὴν καρδίαν τὸ
ἐνθυμοῦνται καὶ τὸ λαχταροῦν.
|
16
Καὶ φοβηθήσονται τὰ ἔθνη τὸ
ὄνομά σου, Κύριε, καὶ πάντες
οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς τὴν δόξαν
σου, |
16
Ὅταν σύ, Κύριε, ἐν τῇ παντοδυναμίᾳ
σου μᾶς στείλῃς τὴν σωτηρίαν,
τὰ ἔθνη θὰ φοβηθοῦν τὸ Ὄνομά
σου καὶ ὅλοι οἱ βασιλεῖς τοῦ
κόσμου θὰ εὐλαβηθοῦν καὶ θὰ
θαυμάσουν τὴν δόξαν σου. |
16
Καὶ ὅταν διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου ἐπιστρέψωμεν
ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, θὰ φοβηθοῦν
οἱ ἐθνικοὶ τὸ ὄνομά σου, Κύριε,
καὶ ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς
θὰ τρομάξουν ἀπὸ τὴν ἔνδοξον
δύναμίν σου, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ.
|
17
ὅτι οἰκοδομήσει Κύριος τὴν Σιὼν
κοὶ ὀφθήσεται ἐν τῇ δόξῃ
αὐτοῦ. |
17
Διότι ὁ Κύριος θὰ ἀνοικοδομήσῃ
τὴν ἐρειπωμένην Σιὼν καὶ θὰ
ἐμφανισθῇ ἐκεῖ μὲ τὴν
δόξαν του. |
17
Διότι ὁ Κύριος θὰ ἀνοικοδομήσῃ τὴν
κατεστραμμένην εἰς ἐρείπια Σιὼν καὶ
θὰ ἐμφανισθῇ ἐκεῖ μὲ τὴν
δόξαν του. |
18
Ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν
τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδένωσε
τὴν δέησιν αὐτῶν.
|
18
Ἡ ἀνόρθωσις αὐτὴ τῆς Σιὼν
θὰ σημάνῃ ὅτι ὁ Κύριος
ἔρριψε εὐμενὲς βλέμμα εἰς τὴν
προσευχὴν τῶν ταλαιπωρουμένων δούλων
του καὶ δὲν ἐξουθενώνει πλέον
ὡς μηδαμινὴν τὴν δέησίν των.
|
18
Ἡ θαυμαστὴ δὲ αὐτὴ ἀποκατάστασις
θὰ μαρτυρῇ, ὅτι ὁ Κύριος προσέβλεψε
μὲ βλέμμα εὐμενὲς ἐπὶ τῆς
προσευχῆς τῶν τεταπεινωμένων ἐν τῇ
αἰχμαλωσίᾳ δούλων του καὶ δὲν περιεφρόνησεν
ὡς μηδαμινὴν καὶ ἀναξίαν προσοχῆς
τὴν δέησίν των. |
19
Γραφήτω αὕτη εἰς γενεὰν ἑτέραν,
καὶ λαὸς ὁ κτιζόμενος αἰνέσει
τὸν Κύριον. |
19
Ἂς καταγραφῇ αὐτὴ ἡ προφητεία
καὶ ἡ προσεχὴς ἐκπλήρωσίς
της, διὰ νὰ γνωσθῇ εἰς τὴν γενεὰν
ποὺ πρόκειται νὰ γεννηθῇ, ὥστε
ὁ λαός, ποὺ πρόκειται νὰ δημιουργηθῇ,
νὰ ὑμνήσῃ τὸν Κύριον.
|
19
Ἂς ἀναγραφῇ ἡ προφητεία αὕτη
καὶ ἡ ἐπαλήθευσις αὐτῆς
διὰ νὰ γνωσθῇ καὶ μεταδοθῇ εἰς
τὴν γενεάν, ἥτις πρόκειται νὰ γεννηθῇ,
καὶ ὁ λαὸς ὅστις πρόκειται νὰ
δημιουργηθῇ ἀπὸ πιστοὺς πάσης ἐθνικότητος
θὰ ὑμνήσῃ τὸν Κύριον.
|
20
Ὅτι ἐξέκυψεν ἐξ ὕψους ἁγίου
αὐτοῦ, Κύριος ἐξ οὐρανοῦ
ἐπὶ τὴν γῆν ἐπέβλεψε
|
20
Διότι ὁ Κύριος ἔσκυψεν ἀπὸ
τὰ ἅγια ὕψη του, ἀπὸ τὸν
οὐράνιον θρόνον του, ἔρριψεν ὁ
Κύριος βλέμμα στοργικὸν καὶ εὐμενὲς
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, |
20
Διότι ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ ἅγιον ὕψος
του καὶ ἀπὸ τὸ οὐράνιον θυσιαστήριόν
του, ἔρριψεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν βλέμμα στοργικὸν καὶ εὐμενὲς
ἐπὶ τῆς γῆς, |
21
τοῦ ἀκοῦσαι τοῦ στεναγμοῦ τῶν
πεπεδημένων, τοῦ λῦσαι τοὺς υἱοὺς
τῶν τεθανατωμένων, |
21
διὰ νὰ ἀκούσῃ τὸν στεναγμὸν
τῶν ἁλυσοδεμένων αἰχμαλώτων,
διὰ νὰ λύσῃ τὰ δεσμὰ ἀπὸ
τὰ παιδιὰ ἐκείνων, ποὺ εἶχαν
αἰχμαλωτισθῇ καὶ θανατωθῇ.
|
21
διὰ νὰ ἀκουσῃ τὸν στεναγμὸν
τῶν ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ ἁλυσοδεμένων,
διὰ νὰ λύσῃ ἀπὸ τὰ δεσμά
των τὰ παιδιὰ ἐκείνων, ποὺ εἶχαν
αἰχμαλωτισθῆ καὶ θανατωθῆ.
|
22
τοῦ ἀναγγεῖλαι ἐν Σιὼν τὸ
ὄνομα Κυρίου καὶ τὴν αἴνεσιν
αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ
|
22
Ὥστε οἱ τέως σιδηροδέσμιοι δοῦλοι,
ἐλεύθεροι πλέον, νὰ διακηρύξουν
εἰς τὴν Σιὼν καὶ νὰ ἀναγγείλουν
τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν
δοξολογίαν αὐτοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
|
22
Θὰ ἐλευθερώσῃ δὲ τούτους ἀπὸ
τὰ δεσμὰ τῆς σκληρᾶς δουλείας των,
διὰ νὰ ἀναγγείλουν καὶ διακηρύξουν
ἐν Σιὼν τὸ ὄνομα τοῦ ἐλευθερώσαντος
αὐτοὺς Κυρίου καὶ νὰ ψάλουν τὸν
ἀνήκοντα εἰς αὐτὸν ὕμνον ἐν
τῇ Ἱερουσαλήμ, |
23
ἐν τῷ συναχθῆναι λαοὺς ἐπὶ
τὸ αὐτὸ καὶ βασιλεῖς τοῦ
δουλεύειν τῷ Κυρίῳ.
|
23
ὅταν θὰ συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ οἱ
λαοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς,
διὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριον.
|
23
ὅταν θὰ συναθροισθοῦν ἐκεῖ ἀπὸ
συμφώνου λαοὶ καὶ βασιλεῖς διὰ νὰ
λατρεύσουν τὸν Κύριον. |
24
Ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν ὁδῷ
ἰσχύος αὐτοῦ· τὴν ὀλιγότητα
τῶν ἡμερῶν μου ἀνάγγειλόν
μοι· |
24
Ὁ αἰχμαλωτισμένος καὶ ταλαιπωρημένος
εἰς τὴν ἐξορίαν λαὸς τῶν
Ἰουδαίων, μὲ ὅσην δύναμιν τοῦ
ἀπέμεινεν, εἶπε πρὸς τὸν Κύριον:
Κάμε με νὰ ἐννοήσω, Κύριε, πόσον
ὀλίγαι ἡμέραι ζωῆς μου ὑπολείπονται,
καὶ νὰ σκεφθῶ, ἂν θὰ προφθάσω
ἆραγε νὰ ἴδω τὴν θαυμαστήν σου
ἀπελευθέρωσίν μου. |
24
Ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς τὸν Κύριον
ὁ ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ συντετριμμένος
καὶ ἀπογοητευμένος λαὸς εἰς καιρὸν
ποὺ εἶχεν ἀκόμη δύναμιν καὶ
δὲν εἶχεν ἑξασθενήσει ὁλοτελῶς:
Γνωστοποίησόν μοι, Κύριε, τὰς ὀλίγας ἡμέρας
ποὺ μοῦ ἀπομένουν. Θὰ προφθάσω
ἄραγε νὰ ἴδω τὴν θαυμαστήν σου
ἀπελευθέρωσιν; |
25
μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει
ἡμερῶν μου· ἐν γενεᾷ γενεῶν
τὰ ἔτη σου. |
25
Μὴ μὲ ἀφαρπάσῃς εἰς τὸ
μέσον τῆς ζωῆς μου· δῶσε παράτασιν
εἰς τὰς ἡμέρας μου, διότι σὺ
ἔχεις ἀτελείωτα τὰ ἔτη σου,
ποὺ μένουν ἀπὸ γενεᾶς εἰς
γενεάν. |
25
Μὴ μὲ ἀφαρπάσῃς ἐν μέσῳ
τῆς ζωῆς μου. Παράτεινε τὰς ἡμέρας
μου, σύ, τοῦ ὁποίου τὰ ἔτη συνεχίζονται
ἀτελευτήτως ἀπὸ γενεᾶς εἰς
γενεάν, διὰ νὰ καταξιωθῶ νὰ ἐπανίδω
τὴν ἁγίαν πόλιν σου. |
26
Κατ' ἀρχὰς σύ, Κύριε. Τὴν γῆν
ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν
σού εἰσιν οἱ οὐρανοί·
|
26
Σύ, Κύριε, κατ' ἀρχὰς ἐδημιούργησες
καὶ ἐθεμελίωσες τὴν γῆν, καὶ
ἔργα τῶν παντοδυνάμων χειρῶν σου εἶναι
οἱ οὐρανοί. |
26
Ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς δημιουργίας σύ,
Κύριε, ὁ ἄχρονος καὶ ἀΐδιος, ἐστήριξας
τὴν γῆν σὰν ἐπάνω εἰς
ἀδιάσειστον θεμέλιον, καὶ οἱ οὐρανοὶ
εἶναι ἔργα τῶν ἰδικῶν σου παντοδυνάμων
χειρῶν. |
27
αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ
διαμένεις, καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον
παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον
ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται·
|
27
Αὐτοὶ θὰ καταστραφοῦν, σὺ ὅμως
παραμένεις ὁ αὐτὸς καὶ ἀναλλοίωτος
διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ὅλος
ὁ ὑλικὸς κόσμος σὰν ἔνδυμα
θὰ παληώσῃ καὶ σὰν πανωφόρι,
ποὺ περιβάλλονται οἱ ἄνθρωποι, θὰ
τὸν γυρίσῃς, θὰ τὸν περιτυλίξῃς,
θὰ τὸν ἀλλάξῃς, ὥστε νὰ
γίνῃ καινούργιος. |
27
Αὐτοὶ θὰ χαλασθοῦν καὶ θὰ
χάσουν τὸ σημερινόν των σχῆμα. Σὺ
ὅμως παραμένεις ἀμετάβλητος καὶ ἀναλλοίωτος.
Καὶ ὅλος ὁ κόσμος σὰν ἔνδυμα
θὰ παληώσῃ καὶ σὰν ἐξωτερικὸν
ροῦχον ποὺ περιβάλλονται οἱ ἄνθρωποι,
θὰ τὸν γυρίσῃς καὶ θὰ τὸν
περιτιλιξῃς καὶ θὰ ἀλλάξῃ γινόμενος
καινούργιος. |
28
σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ
τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν.
|
28
Σὺ ὅμως εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ
ἀναλλοίωτος καὶ τὰ ἔτη τῆς
αἰωνιότητός σου δὲν θὰ ἐξαντληθοῦν
ποτέ. |
28
Σὺ ὅμως εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος
καὶ τὰ ἔτη σου θὰ εἶναι ἀτελεύτητα
καὶ δὲν θὰ ἐκλίπουν ποτέ.
|
29
Οἱ υἱοὶ τῶν δούλων σου κατασκηνώσουσι,
καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν εἰς
τὸν αἰῶνα κατευθυνθήσεται.
|
29
Κάτω ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου
παντοδύναμον προστασίαν τὰ τέκνα καὶ
οἱ ἀπόγονοι τῶν δούλων σου,
τῶν πατριαρχῶν, θὰ εὔρουν ἀσφαλῆ
κατοικίαν καὶ οἱ ἀπόγονοί
των χάρις εἰς σὲ θὰ εὐδοκιμοῦν
διὰ μέσου ὅλων τῶν αἰώνων.
|
29
Τὰ τέκνα καὶ οἱ ἀπάγονοι τῶν
δούλων σου πατριαρχῶν θὰ εὕρουν κατοικίαν
ἀσφαλῆ, καὶ οἱ πνευματικοὶ ἀπάγονοί
των θὰ προκόψουν καὶ θὰ εὐδοκιμοῦν
διὰ μέσου πάντων τῶν αἰώνων. |