Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐλόγει,
ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε
ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης
σφόδρα, ἐξομολόγησιν
καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω
|
οξολόγει
ἀκατάπαυστα, ὦ ψυχή μου, τὸν
Κύριον. Κύριε καὶ Θεέ μου, ἀσύγκριτον
καὶ ἄφθαστον εἶναι τὸ μεγαλεῖον
σου. |
ὐλόγει
καὶ δόξαζε, ὦ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε,
τὸν ὁποῖον ἔχω καὶ λατρεύω ὡς
μόνον Θεόν μου, ἀπεδείχθης καὶ ἐφανερώθης
καθ’ ὑπερβολὴν μέγας ἐν τῇ μαρτυρούσῃ
τὴν παντοδυναμίαν καὶ πανσοφίαν σου δημιουργίᾳ
σου. Αἶνον καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύθης,
|
2
ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον,
ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ
δέρριν· |
2
Ὡς ἄλλο ἱμάτιον περιεβλήθης
τὴν δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν. Σέ,
ποὺ ἀκτινοβολεῖς ὁλόγυρά
σου τὸ φῶς, ὡσὰν νὰ τὸ
ἔχῃς ἐνδυθῇ ὡς ἔνδυμα·
ἀπλώνεις τὸν οὐρανὸν ἀπὸ
τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὁρίζοντος
ἕως εἰς τὸ ἄλλο, ὡσὰν
πολύτιμον δερμάτινον κάλυμμα σκηνῆς.
|
2
ρίπτων τριγύρω σου τὸ φῶς καὶ περιβαλλόμενος
αὐτὸ ὡς ἱμάτιον καὶ ἑξαπλώνων
ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου τοῦ
ὁρίζοντος εἰς τὸ ἄλλο τὸν ἔναστρον
οὐρανὸν ὡς σκηνὴν δερματίνην.
|
3
ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα
αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς νέφη τὴν
ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν
ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων·
|
3
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος στεγάζει τὰ ἀνώτερα
στρώματα τοῦ οὐρανοῦ μὲ ὕδατα
νεφῶν, αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει
ἐπάνω εἰς τὰ νέφη ὡς εἰς
πολυτελῆ ταχέα ἅρματα· αὐτὸς
ποὺ περιπατεῖ ταχέως φερόμενος ἐπάνω
εἰς τὰς πτέρυγας τῶν ἀνέμων.
|
3
Αὐτὸς εἶναι ποὺ μὲ τὰ
ὕδατα τῶν νεφῶν στεγάζει τὰ ἀνώτερα
μέρη τοῦ οὐρανίου στερεώματος· ὁ ὁποῖος
κατέστησε τὰ ἐλαφρὰ καὶ ταχέως κινούμενα
νέφη ἅρμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει
καὶ περιπατεῖ φερόμενος ἐπὶ τῶν
πτερύγων τῶν ἀνέμων, διευθύνων καὶ ἅρμα
καὶ ἀνέμους κατὰ τὴν κυρίαρχον βούλησίν
του. |
4
ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ
πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ
πυρὸς φλόγα. |
4
Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους
ταχεῖς ὡς τοὺς ἀνέμους καὶ
τοὺς ἀσωμάτους λειτουργούς του δραστηρίους
καὶ φωτεινοὺς σὰν τὴν φλόγα
τοῦ πυρός. |
4
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔπλασε τοὺς
ἀγγέλους του τόσον ταχεῖς καὶ λεπτοὺς
ὡς οἱ ἄνεμοι καὶ τοὺς ὑπηρετοῦντας
αὐτὸν ἀΰλους λειτουργούς του μὲ
δραστικὴν ἐνέργειαν καὶ φωτεινὴν λαμπρότητα
σὰν τοῦ πυρὸς τὴν φλόγα.
|
5
Ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ
τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ
κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. |
5
Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἐστερέωσεν ἀσφαλῆ
τὴν γῆν ἐπὶ θεμελιῶν ἀπαρασαλεύτων,
ὥστε ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα
νὰ μὴ κλονισθῇ. |
5
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσε
τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ἀσφαλῶν
βάσεών της, δὲν θὰ κλίνῃ δεξιὰ
ἢ ἀριστερά, καὶ δὲν θὰ ταλαντευθῇ
οὐδὲ θὰ κλονισθῇ ἀπὸ αὐτὰς
οὐδέποτε εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας.
|
6
Ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον
αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων
στήσονται ὕδατα· |
6
Ἄβυσσος ὑδάτων τὴν σκεπάζει
ὡς ἱμάτιον, καὶ ἐπάνω
εἰς τὰ ὄρη ἔχουν σταθῆ ὑπὸ
τὴν μορφὴν χιόνος τὰ ὕδατα.
|
6
Ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων ἄλλοτε
ἐσκέπαζεν αὐτὴν ὁλόκληρον, καὶ
ὡς ἄλλο ἱμάτιον ἦτο αὐτὴ
τὸ περιβόλαιόν της, καὶ ἐπ’
αὐτῶν δὲ τῶν ὀρέων της ἵσταντο
ὕδατα καὶ κατεκάλυπτον αὐτά.
|
7
ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται,
ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν.
|
7
Ὅταν ὅμως ἀντηχήσῃ ἡ προσταγή
σου, Κύριε, τὰ ὕδατα θὰ ὑποχωρήσουν,
θὰ φύγουν, θὰ κατεβοῦν εἰς τὰς
πεδιάδας, θὰ καταλήξουν εἰς τὰς
θαλάσσας. Ἡ βροντερὰ φωνή σου τὰ
ἀναγκάζει νὰ ἀποχωρήσουν καὶ
νὰ φανῇ ἡ ξηρά.
|
7
Ἀλλ’ ἀντήχησεν ἡ προσταγή σου· καὶ
ἀπὸ τὴν ἐπιτιμητικὴν κραυγήν
σου πεφοβισμένα τὰ ὕδατα φεύγουν, ἀπὸ
τὴν βροντώδη φωνήν σου δειλιοῦν καὶ ἀποχωροῦν
διὰ να ἀποκαλυφθῇ ἡ ξηρά.
|
8
Ἀναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι
πεδία εἰς τὸν τόπον, ὃν ἐθεμελίωσας
αὐτά· |
8
Ἀνυψώνονται τὰ ὄρη πρὸς τὰ
ἄνω καὶ αἱ πεδιάδες φέρονται
πρὸς τὰ κάτω, τὸ καθένα εἰς
τοὺς τόπους, ὅπου σὺ τὰ ἐθεμελίωσες.
|
8
Ἀναφαίνονται ἤδη ἀναβαίνοντα πρὸς
τὰ ἄνω ὑψηλὰ τὰ ὅρη καὶ
ἀποκαλύπτονται οἱονεὶ καταβαίνουσαι πρὸς
τὰ κάτω αἱ πεδιάδες· οὕτω δὲ
καὶ βουνὰ καὶ πεδιάδες περιορίζονται εἰς
τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐθεμελίωσας
καὶ ἐστερέωσας αὐτά.
|
9
ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται,
οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν
γῆν. |
9
Ἔθεσες ὅριον ἀνάμεσα εἰς τὴν
θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν, τὸ ὁποῖον
τὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης δὲν θὰ
ὑπερβοῦν, οὔτε θὰ ἐπιστρέψουν
πλέον νὰ κατακλύσουν τὴν γῆν.
|
9
Ἔθεσας σύνορον μεταξὺ τῶν θαλασσῶν
καὶ τῆς γῆς, τὸ ὁποῖον,
ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἀφρίζουν
τὰ κύματά των, δὲν θὰ τὸ ὑπερπηδήσουν,
οὔτε θὰ ἐπιστρέψουν διὰ νὰ καλύψουν
καὶ πάλιν τὴν γῆν. |
10
Ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν,
ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται
ὕδατα· |
10
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἔστειλε καὶ
καθόρισε τὰς πηγὰς νὰ ἀναβλύζουν
ἀνάμεσα εἰς τὰς φάραγγας καὶ
ἔτσι διὰ μέσου τῶν ὀρέων
διέρχονται τὰ ὕδατά των.
|
10
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐξαποστέλλει
τὰς πηγὰς νὰ ρέουν μέσα εἰς τὰς
φάραγγας καὶ τὰς στενὰς κοιλάδας, διὰ
μέσου τῶν ὀρέων διέρχονται τὰ ὕδατά
των. |
11
ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ
ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς
δίψαν αὐτῶν· |
11
Τὰ ὕδατα αὐτὰ ποτίζουν τὰ
θηρία τῆς ὑπαίθρου καὶ οἱ
ἄγριοι ὄνοι σβήνουν τὴν δίψαν
των εἰς αὐτά. |
11
Τὰ ἄφθονα αὐτὰ νερὰ θὰ
ποτίσουν ὅλα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ.
Θὰ τὰ δεχθοῦν καὶ θὰ τὰ
πίουν εὐχαρίστως οἱ ἄγριοι ὄνοι
κατὰ τὴν δίψαν των πρὸς κατάσβεσιν
αὐτῆς. |
12
ἐπ' αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ
οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου
τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν |
12
Ἐπάνω εἰς τὰ δένδρα, ποὺ
φυτρώνουν καὶ μεγαλώνουν πλησίον εἰς
τὰ ὕδατα, τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
κτίζουν τὰς φωλεάς των καὶ ἀπὸ
τοὺς γύρω βράχους σκορπίζουν τὸ
κελάδημά των. |
12
Εἰς τοὺς θάμνους καὶ τὰ δένδρα, ποὺ
φύονται παρὰ τὰς ὄχθας αὐτῶν,
θὰ κατασκηνώσουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ,
ἀπὸ τὰς τριγύρω πέτρας θὰ ἀναδώσουν
τὸ χαρωπὸν κελάδημά των ὡς ὕμνον
πρὸς τὸν Προνοητὴν τῶν πάντων Θεόν.
|
13
Ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων
αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν
ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ.
|
13
Ὁ Κύριος εἶναι, ποὺ ποτίζει
τὰ ξηρὰ βουνὰ μὲ τὰς βροχὰς
τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν βροχήν,
ποὺ εἶναι ἔργον τῶν χειρῶν σου,
Κύριε, θὰ χορταίνῃ πάντοτε ἡ
γῆ. |
13
Αὐτὸς εἶναι, ὁ ὁποῖος
ποτίζει τὰ ξηρὰ ὄρη μὲ τὰς βροχὰς
ποὺ πίπτουν ἀπὸ τὸ στερέωμα, τὸ
ὁποῖον σὰν ὑπερῷα καὶ
ἐπουράνιον στέγην ἤπλωσεν ὁ Θεὸς ὑπεράνω
τῆς γῆς. Ἀπὸ τὴν βροχήν, ἥτις
εἶναι καρπὸς τῶν ἔργων σου, θὰ
χορταίνῃ ἡ γῆ. |
14
Ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι
καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν
ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον
ἐκ τῆς γῆς. |
14
Ὁ Κύριος εἶναι, ποὺ διατάσσει
καὶ ἀναβλαστάνει ἀπὸ τὴν
γῆν τὸ χόρτον διὰ τὰ φυτοφάγα
ζῶα καὶ ἡ χλόη διὰ τὴν
ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν τοῦ
ἀνθρώπου, ὥστε νὰ βγάζῃ
ἡ γῆ καὶ νὰ προμηθεύεται ὁ
ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὴν ἄρτον,
|
14
Αὐτὸς εἶναι, ὁ ὁποῖος
ἐκβλαστάνει ἀπὸ τὴν γῆν
χόρτον διὰ τὴν διατροφὴν τῶν κτηνῶν,
καὶ ἥμερον καὶ χλοερὰν φυτείαν πρὸς
ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν τῶν
ἀνθρώπων, |
15
Καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν
ἀνθρώπου τοῦ ἰλαρῦναι πρόσωπον
ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν
ἀνθρώπου, στηρίζει. |
15
ἀλλὰ καὶ οἶνον ποὺ εὐφραίνει
τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλαιον
πρὸς τροφήν, ὥστε νὰ γίνεται
ἱλαρὸν τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου
καὶ ἄρτον, ὁ ὁποῖος θὰ
στηρίζῃ τὴν καρδίαν του.
|
15
ὥστε νὰ ἐξάγῃ ὁ ἄνθρωπος
ἄρτον ἀπὸ τὴν γῆν καὶ
οἶνον, ὁ ὁποῖος εὐφραίνει τὴν
καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου· ὥστε νὰ
ἱλαρύνῃ καὶ ἁπαλύνῃ μὲ
ἔλαιον τὸ πρόσωπόν του ὁ ἄνθρωπος
διὰ τῆς ἐπαλείψεως αὐτοῦ
καὶ νὰ στηρίζῃ ὁ ἄρτος τὴν
καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, παρέχων δύναμιν καὶ
ἐνίσχυσιν εἰς τὸ σῶμα του.
|
16
Χορτοσθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου,
αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἂς ἐφύτευσας.
|
16
Θὰ χορτάσουν ἀπὸ ὕδατα τὰ
δένδρα τῆς ὑπαίθρου, ὅπως καὶ
αἱ πελώριοι κέδροι τοῦ Λιβάνου,
τὰς ὁποίας σὺ ὁ ἴδιος
ὁ Θεὸς ἐφύτευσες.
|
16
Θὰ χορτασθοῦν μὲ τὴν βροχὴν
καὶ αὐτὰ τὰ ἐπὶ τῶν
ὑψηλῶν ὀρέων δένδρα, αἱ πελώριαι κέδροι
τοῦ Λιβάνου, περὶ τῆς αὐξήσεως τῶν
ὁποίων καμμίαν φροντίδα δὲν κατέβαλεν ὁ
ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐφύτευσας ταύτας σύ.
|
17
Ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι,
τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται
αὐτῶν. |
17
Εἰς τοὺς κλάδους τῶν δένδρων
τὰ μικρὰ στρουθία στήνουν τὰς
φωλεάς των, ἐπάνω δὲ ἀπὸ
αὐτὰς προεξέχει ὑψηλότερα κτισμένη
ἡ φωλεὰ τοῦ τσικνιά (ἀστερίου).
|
17
Ἐκεῖ, εἰς τοὺς κλάδους τῶν δένδρων,
στρουθία μικρὰ στήνουν τὰς φωλεάς των, μεταξὺ
δὲ αὐτῶν τοῦ ἐρωδιοῦ (τοῦ
τσικνιᾶ) ἡ φωλεὰ προεξέχει ὑψηλότερον
ἐκτισμένη. |
18
Ὄρη τὰ ὑψηλὰ
ταῖς ἐλάφοις,
πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς.
|
18
Τὰ ὑψηλὰ χλοερὰ βουνὰ ὥρισεν
ὁ Κύριος ὡς τόπον κατοικίας
τῶν ἐλάφων, τὰ δὲ πετρώδη
ἄδενδρα μέρη ὡς καταφύγιον τῶν
λαγωῶν. |
18
Τὰ ὑψηλὰ ὅρη ὥρισεν ὡς
τόπον διαμονῆς τῶν ἐλάφων καὶ
τῶν ἀγρίων αἰγῶν, τὰς πέτρας
δὲ ὡς καταφύγιον τῶν λαγωῶν.
|
19
Ἐποίησα σελήνην εἰς καιρούς,
ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ.
|
19
Ὁ Κύριος ἐδημιούργησε τὴν σελήνην,
διὰ νὰ προσδιορίζῃ τὰς ἐποχάς.
Ὁ ἥλιος γνωρίζει τὸ σημεῖον,
εἰς τὸ ὁποῖον θὰ δύσῃ.
|
19
Ἐποίησεν ὁ Κύριος τὴν σελήνην πρὸς
προσδιορισμὸν τῶν ἐποχῶν καὶ
τῶν καιρῶν τοῦ ἔτους καὶ τῶν
ἑορτῶν, ὁ ἥλιος δὲ ὡς
νὰ ἦτο διὰ νοῦ προικισμένος, γνωρίζει
καὶ τὴν ὥραν καὶ τὸ σημεῖον
τῆς δύσεώς του. |
20
Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ·
ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ
θηρία τοῦ δρυμοῦ. |
20
Σύ, Κύριε, ἔθεσες τὸ σκοτάδι
καὶ γίνεται νύκτα. Κατὰ τὸ διάστημα
αὐτῆς τριγυρίζουν εἰς τὰ δάση
καὶ τὰς πεδιάδας τὰ ἄγρια θηρία
καὶ ἀναζητοῦν τὴν τροφήν των.
|
20
Καθώρισας σὺ νὰ ἐπέρχεται σκότος καὶ
δι' αὐτὸ γίνεται νύξ· κατ’ αὐτὴν
θὰ περιφέρωνται ἐλευθέρως ὅλα τὰ
θηρία τοῦ δάσους. |
21
Σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι
καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν
αὐτοῖς. |
21
Ἐξέρχονται ἀνὰ τὰ δάση
βρυχώμενα τὰ μικρὰ τῶν λεόντων,
διὰ νὰ ἁρπάσουν τὴν λείαν
των καὶ ὁ βρυχηθμός των εἶναι δέησις
πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ τοὺς
δώσῃ τροφήν. |
21
Τὰ μικρὰ τῶν λεόντων βρυχῶνται διὰ
νὰ ἀρπάσουν καὶ διὰ νὰ
ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεὸν φαγητὸν
πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης των.
|
22
Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν
καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν
κοιτασθήσονται. |
22
Ὅταν ἀνατέλλῃ ὁ ἥλιος,
τὰ ἄγρια θηρία συγκεντρώνονται εἰς
τὶς σπηλιές των, διὰ νὰ κοιμηθοῦν.
|
22
Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ ἰδοὺ
πάντα τὰ θηρία συνηθροίσθησαν καὶ εἰς τὰς
μάνδρας καὶ τὰ σπήλαιά των θὰ κοιμηθοῦν.
|
23
Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ
ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν
ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας.
|
23
Τότε, περὶ τὴν ἀνατολὴν τοῦ
ἡλίου, ἐξέρχεται ὁ ἄνθρωπος
εἰς τὸ ἔργον του. Θὰ ἀσχοληθῇ
μὲ τὰς ἐργασίας του ἕως τὴν
ἑσπέραν. |
23
Τότε δὲ μὲ τὰς πρώτας αὐγὰς
τῆς ἡμέρας θὰ ἐξέλθῃ ἐκ
τῆς κατοικίας του ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ
ἔργον αὐτοῦ καὶ θὰ ἐνασχοληθῇ
εἰς τὴν ἐργασίαν του μέχρι τῆς ἑσπέρας.
|
24
Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε·
πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας,
ἐληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς
σου. |
24
Πόσον μεγαλειώδη εἶναι, Κύριε, τὰ
ἔργα σου! Ὅλα τὰ ἐδημιούργησες
μὲ ἄπειρον σοφίαν. Ἡ γῆ εἶναι
γεμάτη ἀπὸ τὰ πολυάριθμα κτίσματά
σου, ποὺ μαρτυροῦν τὴν πανσοφίαν,
τὴν παντοδυναμίαν καὶ τὴν ἀγαθότητά
σου. |
24
Πόσον μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ
ἔργα σου, Κύριε· ὅλα καὶ τὰ μικρὰ
καὶ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ἄγρια καὶ
τὰ ἥμερα, καὶ τὰ ὅρη καὶ
τὰς πεδιάδας, ὅλα ἀνεξαιρέτως μὲ σοφίαν
τὰ ἐδημιούργησας· ἐγέμισεν ἡ
γῆ ἀπὸ τὰ κτίσματά σου.
|
25
Αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ
εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἐρπετά,
ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα
μικρὰ μετὰ μεγάλων·
|
25
Ἐμπρός μας ἀπλώνεται αὐτὴ
ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος.
Ἐκεῖ ὑπάρχουν ἀναρίθμητα
ψάρια, ἐντὸς αὐτῆς ζοῦν
καὶ κινοῦνται μικρὰ καὶ μεγάλα
ζῶα. |
25
Ἰδοὺ καὶ ἡ θάλασσα αὐτή,
ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα εἰς ἔκτασιν
καὶ χῶρον. Ἐκεῖ ὑπάρχουν ἰχθύες
καὶ ἑρπετὰ ἀναρίθμητα εἰς πλῆθος,
ἐντὸος αὐτῆς ζοῦν καὶ
κινοῦνται ζῶα μικρὰ μαζὶ μὲ
μεγάλα. |
26
ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων
οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν
αὐτῇ (Ἄλλη γρ. αὐτῷ).
|
26
Αὐτὴν διασχίζουν πρὸς διαφόρους
διευθύνσεις τὰ πλοῖα. Ἐκεῖ ζῇ
τὸ μέγα θαλάσσιον κῆτος, τὸ
ὁποῖον σὺ ἔπλασες τόσον ἰσχυρόν,
ὥστε νὰ ἐμπαίζῃ τὰ κύματα
τῆς θαλάσσης. |
26
Ἐκεῖ διαπλέουν καὶ διασχίζουν αὐτὴν
πλοῖα, φέροντα εἰς ἐπικοινωνίαν τὰς
πλέον μεμακρυσμένας χώρας· ἐκεῖ ζῇ
καὶ ὁ δράκων οὗτος, τὸ μέγα κῆτος,
τὸ ὁποῖον ἔπλασας διὰ νὰ
ἐμπαίζῃ τὴν θάλασσαν, ἀδιαφόρων
πρὸς τὰς τρικυμίας της ἢ καὶ ἐκσφενδονίζων
εἰς ὕψος τὰ ὕδατά της, ὅπως
πράττει τοῦτο ἡ φάλαινα. |
27
Πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι δοῦναι
τὴν τροφὴν αὐτοῖς εἰς εὔκαιρον.
|
27
Ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τὴς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης
ἀπὸ σὲ περιμένουν νὰ τοὺς
δώσῃς εἰς τὴν κατάλληλον ὥραν
τὴν τροφήν των. |
27
Ὅλα τὰ ζῶα αὐτά, τὰ χερσαῖα
καὶ τὰ θαλάσσια, ἀπὸ σὲ περιμένουν
νὰ τοὺς δώσῃς τὴν τροφήν των
εἰς τὴν κατάλληλον ὥραν.
|
28
Δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν, ἀνοίξαντός
σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα πλησθήσονται
χρηστότητος. |
28
Ὅταν δὲ σὺ τοὺς τὴν δώσῃς
ἐκεῖνα θὰ σπεύσουν νὰ τὴν
συλλέξουν. Ὅταν ἐν τῇ ἀγαθότητί
σου ἀνοίγῃς τὸ πλουσιόδωρο χέρι
σου, τὰ σύμπαντα γεμίζουν ἀπὸ
τὰ ἀγαθά σου. |
28
Καὶ ὅταν σὺ δώσῃς ταύτην, θὰ
σπεύσουν αὐτὰ νὰ τὴν συλλέξουν. Ὅταν
σὺ θὰ ἀνοίξῃς τὴν χεῖρα
σου, θὰ σκορπίσῃς τόσα ἀγαθά, ὥστε
τὰ σύμπαντα θὰ γεμίσουν ἀπὸ τὸ
πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν καὶ δωρεῶν
σου. |
29
Ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον
ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ
πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι
καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν
ἐπιστρέψουσιν. |
29
Ὅταν ὅμως ἀποστρέψῃς τὸ
πρόσωπόν σου, θὰ καταλυφθοῦν τὰ
πάντα ἀπὸ ταραχὴν καὶ τρόμον.
Τοὺς ἀφαιρεῖς τὴν ζωογόνον πνοὴν
καὶ σβήνουν ἀπὸ τὴν ζωὴν
καὶ ἐπιστρέφουν εἰς τὸ χῶμα,
ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐπλάσθησαν.
|
29
Ἐὰν ὅμως ἀποστρέψῃς τὸ
πρόσωπόν σου καὶ παύσῃς νὰ ἐνδιαφέρεσαι
δι' αὐτά, ὅλα θὰ καταληφθοῦν ὑπὸ
ταραχῆς καὶ τρόμου. Θὰ τοὺς ἀφαιρέσῃς
τὴν ζωτικὴν πνοήν των καὶ ἀμέσως
θὰ ἐκλείψουν καὶ θὰ ἐπιστρέψουν
εἰς τὸν χοῦν, ἐκ τοῦ ὁποίου
τὰ ἔπλασες. |
30
Ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου,
καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
|
30
Ἀποστέλλεις ὅμως πάλιν εἰς αὐτὰ
τὸ ζωογόνον πνεῦμα σου καὶ ἀναδημιουργοῦνται
καὶ τοιουτοτρόπως ξανακαινουργώνεις τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς. |
30
Θὰ ἐξαποστείλῃς τὸ ζωοποιὸν
καὶ δημιουργικὸν πνεῦμα σου ἐπὶ
τῶν νεκρωθέντων καὶ θὰ κτισθοῦν ἀναδημιουργούμενα,
καὶ θὰ ἀνακαινίσῃς τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς. |
31
Ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς
αἰῶνας, εὐφρανθήσεται Κύριος
ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ·
|
31
Ἂς εἶναι, λοιπόν, ἡ δόξα τοῦ
Κυρίου αἰωνία καὶ ὁ Κύριος
ἂς εὐφραίνεται βλέπων τὴν σκοπιμότητα
καὶ ὡραιότητα τῶν θαυμασίων
ἔργων του. |
31
Ἂς εἶναι ἡ δόξα τοῦ Κυρίου ἄπαυστος
καὶ αἰωνία. Ἂς εὐφραίνεται ὁ
Κύριος βλέπων, πόσον καλὰ καὶ ἐν πόσῃ
σοφίᾳ ἔχουν ποιηθῇ τὰ ἔργα του.
|
32
ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν
καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ
ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ
καπνίζονται. |
32
Ὁ Κύριος εἶναι τόσον ἰσχυρός,
ὥστε ρίπτει ἕνα βλέμμα εἰς τὴν
γῆν καὶ τὴν κάμνει νὰ τρέμῃ.
Ἐγγίζει μόνον τὰ ὄρη καὶ
ἐκεῖνα πυρακτώνονται καὶ καπνίζονται.
|
32
Αὐτὸς ποὺ ἐν μόνον βλέμμα του ρίπτει
εἰς τὴν γῆν καὶ τὴν κάμνει νὰ
τρέμῃ καὶ νὰ συνταράσσεται ἀπὸ
σεισμούς· Αὐτὸς ποὺ ἀρκεῖ
μόνον νὰ θίξῃ τὰ ὅρη καὶ ἀμέσως
ταῦτα καπνίζονται ἀπὸ ἐκρήξεις
τῶν ἡφαιστείων. |
33
Ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ
μου, ψάλω τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω·
|
33
Θὰ ψάλλω εἰς ὅλην μου τὴν ζωὴν
πρὸς τὸν Κύριον. Θὰ ὑμνολογῶ
τὸν Θεόν μου, ἐφ' ὅσον ὑπάρχω.
|
33
Θὰ ᾄδω ᾄσματα αἴνου καὶ δοξολογίας
εἰς τὸν Κύριον καθ’ ὅλην τὴν ζωήν
μου, θὰ ψάλλω ὕμνους εἰς τὸν Θεόν
μου, ἐφ’ ὅσον θὰ ὑπάρχω.
|
34
ἠδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή
μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ
τῷ Κυρίῳ. |
34
Εἴθε νὰ δοκιμάζω πάντοτε ἰδιαιτέραν
γλυκύτητα καὶ χαράν, διαλεγόμενος
πρὸς τὸν Κύριον. Καὶ θὰ εὐφραίνωμαι
δοξολογῶν αὐτόν. |
34
Εἴθε νὰ ἀρέσῃ εἰς αὐτὸν
ἡ διάλεξις καὶ τὸ ποίημά μου τοῦτο.
Ἐγὼ δὲ θὰ εὐφραίνωμαι καὶ
θὰ ἀπολαμβάνω ἄρρητον χαρὰν δοξολογῶν
τὸν Κύριον καὶ ἐπικοινωνῶν πρὸς
αὐτόν. |
35
Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ
τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ
ὑπάρχειν αὐτούς. Εὐλόγει,
ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. |
35
Εἴθε νὰ λείψουν ἐντελῶς οἱ
ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν γῆν
καὶ οἱ ἄνομοι, ὥστε νὰ μὴ
ὑπάρχουν πλέον, ἀλλὰ νὰ
ἐξαφανισθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου. Δοξολόγει
σύ, ὦ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
|
35
Εἴθε νὰ ἐκλίπουν οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οἱ ἄνομοι,
ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν, ἀλλ’ οἱ
πάντες νὰ ὑποταχθοῦν εἰς τὸν
Θεὸν καὶ σύμφωνον μετὰ τῆς ὅλης
φύσεως νὰ ἀναπέμπουν εἰς αὐτὸν
αἶνον. Εὐλόγει καὶ σύ, ὦ ψυχή
μου, τὸν Κύριον. |