Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ακάριος
ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον,
ἐν τοῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ
θελήσει σφόδρα· |
ρισευτυχισμένος
καὶ εὐλογημένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος σέβεται καὶ εὐλαβεῖται
τὸν Κύριον. Αὐτός μὲ ὅλην
του τὴν θέλησιν θὰ ποθῇ νὰ γνωρίζῃ
καὶ νὰ ἐφαρμόζῃ τὸν νόμον
τοῦ Θεοῦ. |
ακάριος
εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος φοβεῖται τὸν Κύριον· αὐτὸς
μὲ ὅλην τὴν θέλησιν τῆς ψυχῆς
του θὰ ποθήσῃ καὶ θὰ ἐκτελέσῃ
τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ.
|
2
δυνατὸν ἐν τῇ γῇ ἔσται τὸ
σπέρμα αὐτοῦ, γενεὰ εὐθέων
εὐλογηθήσεται. |
2
Ἰσχυροὶ καὶ ἀκατανίκητοι θὰ
εἶναι οἱ ἀπόγονοί του εἰς
τὸν κόσμον αὐτόν. Ὡς γενεὰ
δὲ δικαία θὰ ἔχουν τὴν εὐλογίαν
τοῦ Θεοῦ. |
2
Ἰσχυροὶ καὶ ἀκατάβλητοι θὰ εἶναι
ἐν τῇ γῇ οἱ ἀπόγονοί του, ὡς
γενεὰ δικαίων καὶ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων
θὰ ἀπολαύσῃ τὰς εὐλογίας τοῦ
Κυρίου. |
3
Δόξα καὶ πλοῦτος ἐν τῷ οἴκῳ
αὐτοῦ, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ
μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. |
3
Ἡ δόξα καὶ ὁ πλοῦτος θὰ
ὑπάρχουν εἰς τὴν οἰκογένειάν
του καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ θὰ
παραμένῃ εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
|
3
Δόξα καὶ πλοῦτος θὰ πλεονάζουν εἰς
τὸν οἶκον του, καὶ ἡ ἀρετή του
θὰ παραμένῃ εἰς τὸν αἰῶνα
τοῦ αἰῶνος ἐγκωμιαζομένη ὑπὸ
τῶν ἐπιζώντων καὶ στεφανουμένη ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ. |
4
Ἐξανέτειλεν ἐν σκότει φῶς τοῖς
εὐθέσιν ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων
καὶ δίκαιος. |
4
Μέσα εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας
καὶ τῆς πλάνης καὶ τῶν δυσχερῶν
περιστάσεων ἔλαμψε παρὰ Θεοῦ τὸ
φῶς τῆς ἀληθινῆς γνώσεως εἰς
τοὺς εὐθεῖς κατὰ τὴν καρδίαν.
Διότι ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων,
οἰκτίρμων καὶ δίκαιος.
|
4
Εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας ἢ
τῶν θλίψεων, ποὺ τυχὸν θὰ συναντήσουν
οἱ εὐθεῖς καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι,
ἐπεφάνη καὶ ἐπέλαμψε φῶς γνώσεως καὶ
παρηγορίας· ·ο Θεὸς εἶναι ἐλεήμων
καὶ οἰκτίρμων καὶ δίκαιος, συμπαθῶν
μὲν καὶ συμπονῶν τοὺς δικαίους εἰς
τὰς θλίψεις των, μετὰ δικαιοσύνης δὲ ἀποβλέπων
εἰς τὴν ἀγαθὴν πρόθεσίν των καὶ
ἀπαλλάσσων τούτους πάσης πλάνης. |
5
Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτοίρων
καὶ κιχρῶν· οἰκονομήσει τοὺς
λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει,
|
5
Ἀγαθὸς καὶ χρήσιμος εἰς τοὺς
περὶ αὐτὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος, ποὺ σπλαγχνίζεται τοὺς
ἄλλους, καὶ τοὺς δανείζει, χωρὶς
νὰ δυσκολεύεται. Αὐτὸς θὰ προσέχει
πάντοτε τοὺς λόγους του καὶ τὰς
κρίσεις του, ὥστε νὰ μὴ θίγῃ
τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ τοὺς
οἰκοδομῇ. |
5
Ἐκεῖνος εἶναι ἄνθρωπος καλοκάγαθος,
ὁ ὁποῖος σπλαγχνίζεται καὶ δανείζει
τοὺς ἐν ἀνάγκαις· αὐτὸς
δὲν ὁμιλεῖ ποτὲ ἀπερισκέπτως,
ἀλλὰ μὲ φρόνησιν πολλὴν καὶ
κρίσιν θὰ οἰκονομήσῃ τοὺς λόγους του
προσέχων νὰ μὴ θίξῃ δι’ αὐτῶν
κανένα, οὔτε νὰ πληγώσῃ ὁπωσδήποτε
τὴν εὐαισθησίαν καὶ φιλοτιμίαν τῶν
ὑπ’ αὐτοῦ ἐλεουμένων καὶ δανειζομένων.
|
6
ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ σαλευθήσεται,
εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται
δίκαιος. |
6
Ὁ δίκαιος αὐτὸς ἄνθρωπος ποτὲ
δὲν θὰ σαλευθῇ εἰς τὴν πίστιν
του· εἰς τὴν ζωήν του ποτὲ δὲν
θὰ κλονισθῇ, ὥστε νὰ πέσῃ,
ἀλλὰ θὰ μνημονεύεται διὰ παντὸς
ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.
|
6
Εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος οὗτος, διότι
δὲν θὰ σαλευθῇ, στερούμενος τῆς εἰρήνης
του ἐν μέσῳ τῶν πειρασμῶν καὶ
καταντῶν εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλ’ ὑποστηριζόμενος
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ θὰ παραμένῃ
παντοτεινὰ ἀδιάσειστος. Ὁ δίκαιος καὶ
ἐνάρετος θὰ ἀφήσῃ τὴν ἀνάμνησίν
του καὶ μετὰ θάνατον ἄσβεστον καὶ
διαρκῆ εἰς τοὺς αἰῶνας, διότι
ὄχι μόνον εὐφήμως θὰ μνημονεύεται ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ὁ
Θεὸς οὐδέποτε θὰ λησμονήσῃ αὐτόν.
|
7
Ἀπὸ ἀκοῆς πονηρὸς οὐ φοβηθήσεται·
ἑτοίμη ἡ καρδία αὐτοῦ
ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον.
|
7
Δὲν θὰ φοβηθῇ τὰς ψευδεῖς καὶ
συκοφαντικὰς διαδόσεις τῶν ἄλλων.
Ἡ καρδία του εἶναι ἑτοίμη καὶ
σταθερὰ εἰς τὸ νὰ ἐλπίζῃ
πάντοτε εἰς τὸν Κύριον.
|
7
Δὲν θὰ φοβηθῇ οὐδὲ θὰ
τρομάξῃ ἀπὸ ψευδεῖς φήμας καὶ
κατηγορίας· εἶναι πάντοτε προητοιμασμένη καὶ
πρόθυμος ἡ καρδία του νὰ ἐλπίζῃ εἰς
τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος διασκεδάζει τὰς
συκοφαντίας καὶ ἀποδεικνύει τὴν ἀθωότητα
τῶν δούλων του. |
8
Ἐστήρικται ἡ καρδία αὐτοῦ,
οὐ μὴ φοβηθῇ, ἕως οὗ ἐπίδῃ
ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ·
|
8
Εἶναι στερεωμένη ἡ καρδία του καί
ποτὲ δὲν θὰ φοβηθῇ ἀπὸ
κανένα κίνδυνον, ἀλλὰ τοὐναντίον
θὰ ἵδῃ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ
νὰ ταπεινώνονται ἐνώπιον του.
|
8
Δὲν ταλαντεύεται οὐδὲ κλονίζεται ἡ
καρδία του, ἀλλ’ εἶναι ἐστηριγμένη εἰς
τὸν Κύριον, καὶ δι' αὐτὸ κατ' οὐδένα
λόγον θὰ φοβηθῇ κατὰ τὸ μεταξὺ
χρονικὸν διάστημα, τὸ ὁποῖον θὰ
παρέλθῃ ἕως ὅτου ἴδῃ τεταπεινωμένους
τοὺς ἐχθρούς του. |
9
ἐσκόρπιοεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν·
ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς
τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος,
τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται
ἐν δόξῃ. |
9
Αὐτὸς ἐσκόρπισε τὸν πλοῦτον
του μὲ ἀγάπην. Ἔδωκεν εἰς τοὺς
πτωχούς. Ἡ ἀρετή του καὶ ἡ
ἀγάπη του μένει εἰς τὸν αἰῶνα
τοῦ αἰῶνος καὶ ὑμνεῖται
παρὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δύναμίς
του θὰ ἀνυψωθῇ εἰς μεγάλο ὕψος
δόξης. |
9
Ἄφθόνως καὶ πλουσιοπαρόχως ἐσκόρπισεν εἰς
τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, ἔδωκεν εἰς
τοὺς πτωχούς· ἡ ἐκ τῶν ἀγαθοεργιῶν
ἀρετή του μένει διὰ παντὸς ἐπαινουμένη
ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ δι' αἰωνίων
ἀμοιβῶν βραβευόμενη ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ. Ἡ ἀκμὴ καὶ δύναμις αὐτοῦ
καὶ τοῦ οἴκου του θὰ ἐξυψωθῇ
ἔνδοξος καὶ λαμπρά. |
10
Ἁμαρτωλὸς ὄψεται καὶ ὀργισθήσεται,
τοὺς ὀδόντος αὐτοῦ βρύξει
καὶ τακήσεται· ἐπιθυμία ἁμαρτωλοῦ
ἀπολεῖται. |
10
Ὁ ἁμαρτωλὸς θὰ ἴδῃ αὐτὰ
καὶ θὰ καταληφθῇ ἀπὸ ὀργήν.
Θὰ τρίξῃ τὰ δόντια του, θὰ
λυώσῃ ἀπὸ τὸν φθόνον του,
ἀλλὰ αἱ φθονεραὶ ἐπιθυμίαι
του, ὅπως καὶ κάθε πονηρὰ ἐπιθυμία
τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, θὰ
χαθῇ, θὰ πέσῃ εἰς τὸ κενόν.
|
10
Ὁ ἁμαρτωλὸς θὰ ἴδῃ τὴν
εὐδοκίμησιν αὐτὴν τοῦ δικαίου καὶ
θὰ ὀργισθῇ, καὶ ἐκ τοῦ
μίσους του θὰ τρίξῃ τοὺς ὀδόντάς του
καὶ θὰ λειώσῃ ἀπὸ τὸν
φθόνον του. Ἀλλ' ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
ποὺ θέλει τὴν καταστροφὴν τοῦ δικαίου,
θὰ χαθῇ καὶ δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ.
|