 |
 |
|
 |
Πρωτότυπο
Κείμενο |
ύριε,
οὐχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ
ἐμετεωρίσθησαν οἱ
ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην
ἐν μέγαλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις
ὑπὲρ ἐμέ.
2
Εἰ μὴ ἐταπεινοφρόνουν, ἀλλὰ
ὕψωσα τὴν ψυχήν μου ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον
ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ,
ὡς ἀνταποδώσεις ἐπὶ τὴν
ψυχήν μου.
3
Ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν
Κύριον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ
ἕως τοῦ αἰῶνος.
|
|
 |
 |
|
 |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
ύριε,
δὲν ὑψώθηκε ἀπὸ
κενοδοξίαν καὶ ὑπερηφάνειαν
ἡ καρδία μου, οὔτε
καὶ ἐσήκωσα τὰ μάτια
μου μὲ ἔπαρσιν ἀπέναντι
τῶν ἄλλων. Δὲν
ἐπεδίωξα διὰ λόγους φιλοδοξίας
μεγαλεῖα, οὔτε ἐπεχείρησα πράγματα,
ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν δύναμίν
μου καὶ τὴν ἀξίαν μου, μὲ σκοπὸν
νὰ προκαλέσω τὸν θαυμασμόν.
2
Ἐὰν δὲν ἐζοῦσα καὶ δὲν
ἐφερόμην μὲ ταπεινοφροσύνην, ἐὰν
δὲν ἔχω ἐξαρτήσει ὅλην μου τὴν
ὕπαρξιν ἀπὸ σὲ καὶ πρὸς
σὲ δὲν ἔχω ὑψωμένα τὰ
βλέμματά μου, ὅπως τὸ ἀπογαλακτισμένον
βρέφος πρὸς τὴν μητέρα του, ἔτσι
ἂς ἀνταποδώσῃς εἰς τὴν
ψυχήν μου, τιμωρίαν μὲν ἐὰν
ἐφέρθην μὲ ὑπερηφάνειαν, ἀμοιβὴν
δὲ ἐὰν ἔζησα μὲ ταπεινοφροσύνην.
3
Ὅλος ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἂς
ἔχῃ στηριγμένας τὰς ἐλπίδας
του πρὸς τὸν Κύριον ἀπὸ τώρα
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. |
|
 |
 |
|
 |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ύριε,
δὲν ὑψώθη ἀπὸ ἔπαρσιν
καὶ ὑπερηφάνειαν ἡ καρδία μου, οὔτε
οἱ ὀφθαλμοί μου ἐσηκώθησαν ἀκατάδεκτοι
καὶ μετ’ ἀλαζονείας ὑπὲρ τοὺς
ἄλλους παρατρέχοντες αὐτούς, οὔτε ἐπεδίωξα
ἐκ φιλοδοξίας μεγάλα, οὔτε ἐπεχείρησα πράγματα
ὑπερβαίνοντα τὰς δυνάμεις μου, διὰ τῶν
ὁποίων νὰ προκαλέσω τὴν τιμὴν καὶ
τὸν θαυμασμόν.
2
Ἐὰν δὲν διηρχόμην τὴν ζωήν μου ἐν
ταπεινοφροσύνη, καὶ ἐὰν δὲν ἐξήρτησα
ὅλην τὴν ἐσωτερικήν μου ὕπαρξιν ἀπὸ
σέ, ὥστε νὰ ἔχω ὑψωμένους τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς πρὸς σὲ
σὰν τὸ νήπιον, τὸ ὁποῖον ἔχουν
ἀποκόψει ἀπὸ τὸ μητρικὸν γάλα,
καὶ ὑψώνει πλῆρες πόθου τὸ στόμα
καὶ τὰ χείλη του πρὸς τὴν μητέρα,
ἀναζητοῦν τὸ μητρικὸν στῆθος,
οὕτως ἂς ἀνταποδώσῃς εἰς τὴν
ψυχήν μου, τιμωρῶν τὴν ὑπερηφάνειάν μου.
3
Ἂς ἐλπίζῃ ὁ Ἰσραὴλ εἰς
τὸν Κύριον τώρα καὶ εἰς αἰῶνα
τὸν ἅπαντα. |
|
 |
 |
|
 |
Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε,
οὐχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ
ἐμετεωρίσθησαν οἱ
ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην
ἐν μέγαλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις
ὑπὲρ ἐμέ. |
ύριε,
δὲν ὑψώθηκε ἀπὸ
κενοδοξίαν καὶ ὑπερηφάνειαν
ἡ καρδία μου, οὔτε
καὶ ἐσήκωσα τὰ μάτια
μου μὲ ἔπαρσιν ἀπέναντι
τῶν ἄλλων. Δὲν
ἐπεδίωξα διὰ λόγους φιλοδοξίας
μεγαλεῖα, οὔτε ἐπεχείρησα πράγματα,
ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν δύναμίν
μου καὶ τὴν ἀξίαν μου, μὲ σκοπὸν
νὰ προκαλέσω τὸν θαυμασμόν.
|
ύριε,
δὲν ὑψώθη ἀπὸ ἔπαρσιν
καὶ ὑπερηφάνειαν ἡ καρδία μου, οὔτε
οἱ ὀφθαλμοί μου ἐσηκώθησαν ἀκατάδεκτοι
καὶ μετ’ ἀλαζονείας ὑπὲρ τοὺς
ἄλλους παρατρέχοντες αὐτούς, οὔτε ἐπεδίωξα
ἐκ φιλοδοξίας μεγάλα, οὔτε ἐπεχείρησα πράγματα
ὑπερβαίνοντα τὰς δυνάμεις μου, διὰ τῶν
ὁποίων νὰ προκαλέσω τὴν τιμὴν καὶ
τὸν θαυμασμόν. |
2
Εἰ μὴ ἐταπεινοφρόνουν, ἀλλὰ
ὕψωσα τὴν ψυχήν μου ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον
ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ,
ὡς ἀνταποδώσεις ἐπὶ τὴν
ψυχήν μου. |
2
Ἐὰν δὲν ἐζοῦσα καὶ δὲν
ἐφερόμην μὲ ταπεινοφροσύνην, ἐὰν
δὲν ἔχω ἐξαρτήσει ὅλην μου τὴν
ὕπαρξιν ἀπὸ σὲ καὶ πρὸς
σὲ δὲν ἔχω ὑψωμένα τὰ
βλέμματά μου, ὅπως τὸ ἀπογαλακτισμένον
βρέφος πρὸς τὴν μητέρα του, ἔτσι
ἂς ἀνταποδώσῃς εἰς τὴν
ψυχήν μου, τιμωρίαν μὲν ἐὰν
ἐφέρθην μὲ ὑπερηφάνειαν, ἀμοιβὴν
δὲ ἐὰν ἔζησα μὲ ταπεινοφροσύνην.
|
2
Ἐὰν δὲν διηρχόμην τὴν ζωήν μου ἐν
ταπεινοφροσύνη, καὶ ἐὰν δὲν ἐξήρτησα
ὅλην τὴν ἐσωτερικήν μου ὕπαρξιν ἀπὸ
σέ, ὥστε νὰ ἔχω ὑψωμένους τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς πρὸς σὲ
σὰν τὸ νήπιον, τὸ ὁποῖον ἔχουν
ἀποκόψει ἀπὸ τὸ μητρικὸν γάλα,
καὶ ὑψώνει πλῆρες πόθου τὸ στόμα
καὶ τὰ χείλη του πρὸς τὴν μητέρα,
ἀναζητοῦν τὸ μητρικὸν στῆθος,
οὕτως ἂς ἀνταποδώσῃς εἰς τὴν
ψυχήν μου, τιμωρῶν τὴν ὑπερηφάνειάν μου.
|
3
Ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν
Κύριον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ
ἕως τοῦ αἰῶνος. |
3
Ὅλος ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἂς
ἔχῃ στηριγμένας τὰς ἐλπίδας
του πρὸς τὸν Κύριον ἀπὸ τώρα
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. |
3
Ἂς ἐλπίζῃ ὁ Ἰσραὴλ εἰς
τὸν Κύριον τώρα καὶ εἰς αἰῶνα
τὸν ἅπαντα. |
|
 |
 |
|