Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε,
ἐκέκραξα πρὸς σέ. Εἰσάκουσόν
μου· πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς
μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ.
|
ύριε,
πολλὲς φορὲς ἔκραξα πρὸς σέ.
Κάμε δεκτὴν τὴν προσευχήν μου. Δῶσε
προσοχὴν εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς
μου κάθε φοράν, ποὺ μὲ κραυγὴν
ἰσχυρὰν ἀπευθύνομαι πρὸς σέ.
|
ύριε,
ἔκραξα πρὸς σέ· εἰσάκουσον
τὴν προσευχήν μου· εὐδόκησον νὰ
προσέξῃς τὴν φωνὴν τῆς ἱκεσίας
καὶ παρακλήσεώς μου, καθ’ ὃν χρόνον μετὰ
κραυγῆς ἰσχυρᾶς ἀπευθύνω ταύτην πρὸς
σέ. |
2
Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα
ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν
μου θυσία ἐσπερινή. |
2
Ἂς ἀνέλθῃ κατ'εὐθεῖαν
ἡ προσευχή μου ὡς εὐάρεστον
εὐῶδες θυμίαμα ἐνώπιόν
σου. Κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς,
ἡ ἀνύψωσις τῶν χειρῶν μου πρὸς
σὲ ἂς γίνῃ δεκτὴ ὡς εὐάρεστος
ἐσπερινὴ θυσία. |
2
Ὡς ἱερὸν καὶ εὐῶδες θυμίαμα
ἂς ἀναβῇ κατ' εὐθεῖαν ἐνώπιόν
σου ἡ προσευχή μου, ἡ ἱκετευτικὴ ἀνύψωσις
τῶν χειρῶν μου ἂς γίνῃ δεκτὴ
ὑπὸ σοῦ ὡς θυσία ἐσπερινή.
|
3
Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί
μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ
χείλη μου. |
3
Θέσε, Κύριε, φρουρὰν εἰς τὸ
στόμα μου, ὥστε νὰ ἐλέγχῃ
καὶ μὴ ἀφήνῃ νὰ βγαίνουν
ὅλα τὰ λόγια μου. Θέσε, Κύριε,
θύραν, ὥστε νὰ περικλείη τὰ
χείλη μου, διὰ νὰ μὴ ἐξέρχωνται
λόγοι κακοὶ ἀπὸ αὐτά.
|
3
Θέσε, Κύριε, φρουρὰν εἰς τὸ στόμα μου καὶ
γύρω ἀπὸ τὰ χείλη μου θέσε θύραν περιφράσσουσαν
καὶ περιέχουσαν αὐτά, ὥστε νὰ μὴ
ἐξέρχεται λόγος κακὸς ἐξ αὐτῶν.
|
4
Μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν
μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι
προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις σὺν ἀνθρώποις
ἐργαζομένοις τὴν ἀνομίαν, καὶ
οὐ μὴ συνδυάσω μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν
αὐτῶν |
4
Μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ παρεκκλίνῃ
ἡ καρδία μου εἰς λόγους καὶ
ἀποφάσεις πονηράς, ὥστε νὰ παρασυρθῶ
εἰς ἀνοήτους προφάσεις, διὰ
νὰ δικαιολογήσω ὁλοφάνερες ἁμαρτίες
μου, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι καταπατοῦν τὸν Νόμον
σου καὶ ἐργάζονται τὸ κακόν.
Δὲν θέλω νὰ συναναστρέφομαι καὶ
νὰ ἔχω ἐπικοινωνίαν οὔτε μὲ
τοὺς ἐκλεκτοὺς ἄνδρας αὐτῶν.
|
4
Μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ ἐκτραπῇ
ἡ καρδία μου εἰς λόγους πονηρούς, διὰ νὰ
παρασυρθῶ εἰς προφάσεις δικαιολογούσας προδήλους
ἁμαρτίας κατὰ τὸ παράδειγμα ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι συστηματικῶς παραβαίνουν
τὸν νόμον σου, ἐνῷ ἐγὼ δὲν
θέλω νὰ συνδυάζωμαι καὶ νὰ συναναστρέφομαι
οὔτε μὲ τοὺς ὑπερέχοντας καὶ
ἀπολαύοντας τιμῆς ἐκ τοῦ κόσμου μεταξὺ
αὐτῶν. |
5
Παιδεύσει με δίκαιος ἐν ἐλέει
καὶ ἐλέγξει με, ἔλαιον δὲ ἁμαρτωλοῦ
μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου·
ὅτι ἔτι καὶ ἡ προσευχή μου ἐν
ταῖς εὐδοκίαις αὐτῶν.
|
5
Ἂς μὲ διαπαιδαγωγήσῃ ὁ δίκαιος,
ἔστω καὶ μὲ αὐστηρότητα, τὴν
ὁποίαν ὅμως θὰ τοῦ ἐμπνέῃ
ἡ πρὸς ἐμὲ ἀγάπη του καὶ
συμπάθεια, καὶ ἂς μὲ ἐλέγξῃ.
Μυρωμένον εὐῶδες ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ
νὰ μὴ ἀρωματίσῃ ποτὲ τὴν
κεφαλήν μου. Δὲν ζηλεύω τὴν εὐημερίαν
τῶν ἁμαρτωλῶν, προσεύχομαι ἐξ
ἀντιθέτου ποτὲ νὰ μὴ μετάσχω
εἰς αὐτήν. |
5
Δέχομαι εὐγνωμόνως τοὺς ἐλέγχους τοῦ
δικαίου, διότι θὰ μὲ παιδαγωγήσῃ συμπαθῶς
καὶ θὰ μὲ ἐπιπλήξῃ, ἀλλ'
ἔλαιον καὶ μῦρον ἁμαρτωλοῦ καὶ
παρανόμου, θέλοντος νὰ μὲ περιποιηθῇ, ἂς
μὴ χυθῇ ποτὲ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
μου. Δὲν θέλω τίποτε ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Διότι ἀκόμη καὶ εἰς τὰς εὐτυχίας
καὶ εὐημερίας των ὄχι μόνον δὲν τοὺς
ζηλεύω, ἀλλὰ προσεύχομαι νὰ μὴ μετάσχω
εἰς αὐτάς. |
6
Κατεπόθησαν ἐχόμενα πέτρας οἱ
κριταί (Ἄλλη γρ. κραταιοί.)
αὐτῶν· ἀκούσονται τὰ
ρήματά μου ὅτι ἠδύνθησαν.
|
6
Διότι οἱ πρόκριτοι καὶ ἐπίσημοι
μεταξὺ αὐτῶν κατεποντίσθησαν εἰς
τὴν θάλασσαν πλησίον ἀποκρήμνων
βράχων. Οἱ δίκαιοι θὰ ἀκούσουν
τὰ λόγια μου αὐτὰ καὶ θὰ
αἰσθανθοῦν γλυκεῖαν καὶ δικαίαν
ἱκανοποίησιν. |
6
Διότι οἱ πρόκριτοί των καὶ οἱ μεγαλυτέραν
μεταξὺ αὐτῶν ἐπιρροὴν ἔχοντες
ἦλθε στιγμή, κατὰ τὴν ὁποίαν συντριβέντες
κατὰ μῆκος τοῦ βράχου, ἐπὶ τοῦ
ὁποίου ὑπὸ τῆς τιμωροῦ δεξιᾶς
σου κατεκρημνίσθησαν, κατεπόθησαν ὑπὸ τῶν
κυμάτων. Θ’ ἀκούσουν μετ' ἐνδιαφέροντος
τοὺς προφητικοὺς τούτους λόγους μου οἱ ἀπροκαταλήπτως
κρίνοντες, διότι εὐχάριστον καὶ γλυκεῖαν
ἐντύπωσιν θὰ προκαλέσουν εἰς αὐτούς.
|
7
Ὡσεὶ πάχος γῆς διερράγη ἐπὶ
τῆς γῆς, διεσκορπίσθη τὰ ὀστᾶ
ἡμῶν παρὰ τὸν ᾅδην.
|
7
Ὅπως οἱ βῶλοι τοῦ παχέος χώματος
ὅταν ρίπτωνται εἰς τὴν γῆν,
σπάζουν καὶ διασκορπίζονται ὡς χῶμα,
ἔτσι θὰ διασκορπισθοῦν ἄταφα τὰ
ὀστᾶ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων
παραπλεύρως εἰς τὸ στόμα τοῦ
ᾅδου. |
7
Ὅπως παχεῖς τῆς γῆς βῶλοι σπάζουν
ἐπὶ τοῦ ἐδάφους πληττόμενοι ὑπὸ
τῆς ἀξίνης ἢ τοῦ ἀρότρου, οὕτω
διεσκορπίσθησαν τὰ ὀστᾶ των παρὰ τὸ
στόμιον τοῦ Ἅδου ἄταφα καὶ ποδοπατούμενα.
|
8
Ὅτι πρὸς σέ, Κύριε Κύριε, οἱ
ὀφθαλμοί μου· ἐπὶ σοὶ ἤλπισα,
μὴ ἀντανέλῃς τὴν ψυχήν
μου. |
8
Θὰ τιμωρηθοῦν αὐτοί, διότι ἐγὼ
πρὸς σέ, Κύριε Κύριε, ἔχω ἐστραμμένα
τὰ μάτια μου. Εἰς σὲ ἔχω στηρίξει
τὴν ἐλπίδα μου. Μὴ ἐπιτρέψῃς
νὰ ἀφαιρεθῇ ἡ ζωή μου ἀπὸ
τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους.
|
8
Ναί, θὰ τιμωρηθοὺν οἱ ἐχθροί μου οὖτοι.
Διότι πρὸς σέ, Κύριε, Κύριε, εἶναι ἐστραμμένοι
οἱ ὀφθαλμοί μου ἀναμένοντες βοήθειαν. Ἐπὶ
σοῦ ἐστήριξα ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα
μου· μὴ ἀφαιρέσῃς καὶ μὴ
ἀπολέσῃς τὴν ζωήν μου.
|
9
Φύλαξόν με ἀπὸ παγίδος, ἧς
συνεστήσαντό μοι, καὶ ἀπὸ σκανδάλων
τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν.
|
9
Φύλαξέ με ἀπὸ τὰς παγίδας,
τὰς ὁποίας αὐτοὶ ὁλόγυρά
μου ἔχουν στήσει καὶ ἀπὸ τὰ
προσκόμματα, τὰ ὁποῖα παρεμβάλλουν
εἰς τὸν δρόμον μου αὐτοί, ποὺ
καταπατοῦν τὸν Νόμον σου καὶ ἐργάζονται
τὸ κακόν. |
9
Φύλαξέ με ἀπὸ τὴν παγίδα, τὴν ὁποίαν
ὅλοι τους ἔστησαν πρὸς ἐξόντωσίν
μου, καὶ ἀπὸ τὰ σκάνδαλα τὰ
ὁποῖα ἐπινοοῦν οἱ ἐργαζόμενοι
τὴν ἀνομίαν. |
10
Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν
οἱ ἁμαρτωλοί· κατὰ μόνας
εἰμι ἐγὼ ἕως ἂν παρέλθω.
|
10
Οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ πέσουν καὶ
θὰ περιπλακοῦν εἰς τὰ δίκτυα
τῆς δολιότητός των, τὰ ὁποῖα
εἶχαν κατασκευάσει καὶ στήσει διὰ
τοὺς ἄλλους. Ἐγὼ ὅμως θὰ
ζῶ μεμονωμένος, χωρισμένος ἀπὸ
αὐτούς, ἕως ὅτου προσπεράσω
σῶος καὶ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰ
πονηρὰ διαβούλιά των. |
10
Θὰ πέσουν οἱ ἁμαρτωλοὶ μέσα εἰς
τὸ δίκτυον τῆς ἐπιβουλῆς, τὸ
ὁποῖον οἱ ἴδιοι πρὸς βλάβην
μου κατεσκεύασαν· ἐγὼ δὲ θὰ παραμένω
χωρισμένος ἀπ’αὐτῶν, χωρὶς νὰ
ἔχω καμμίαν σχέσιν πρὸς τὰς πράξεις καὶ
ἐνεργείας των, μέχρις ὅτου παρέλθω σῶος
καὶ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰς ἐπιβουλάς
των. |