Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐλογητὸς
Κύριος ὁ Θεός μου
ὁ διδάσκων τὰς χεῖράς
μου εἰς παράταξιν, τοὺς δακτύλους
μου εἰς πόλεμον· |
οξασμένος
ἂς εἶναι ὁ Κύριος καὶ
Θεός μου, ὁ ὁποῖος διδάσκει
τὰ χέρια μου νὰ χειρίζονται τὴν
σπάθην κατὰ τὰς
συμπλοκὰς εἰς τὰς μάχας, καὶ
τὰ δάκτυλά μου νὰ χρησιμοποιοῦν
τὸ τόξον κατὰ τοὺς πολέμους.
|
οξασμένος
νὰ εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μου, ὁ
ὁποῖος διδάσκει τὰς χεῖρας μου νὰ
χειρίζωνται τὴν σπάθην εἰς παράταξιν μαχῶν
καὶ τοὺς δακτύλους μου νὰ χρησιμοποιοῦν
τὸ τόξον εἰς περίπτωσιν πολέμου.
|
2
ἔλεός μου καὶ καταφυγή μου, ἀντιλήπτώρ
μου καὶ ρύστης μου, ὑπερασπιστής μου,
καὶ ἐπ' αὐτῷ ἤλπισα, ὁ
ὑποτάσσων τὸν λαόν μου ὑπ' ἐμέ.
|
2
Αὐτὸς εἶναι τὸ ἔλεός μου,
τὸ καταφύγιόν μου, ὁ προστάτης
μου καὶ ὁ ἐλευθερωτής μου, ὁ
ὑπερασπιστής μου, καὶ εἰς αὐτὸν
ἔχω στηρίξει τὰς ἐλπίδας μου·
εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει
ὁμονοημένον τὸν λαόν μου εἰς
ἐμέ.
|
2
Αὐτὸς εἶναι τὸ ἔλεος καὶ
τὸ καταφύγιόν μου, ὁ προστάτης μου καὶ ὁ
ἐλευθερωτής μου, ὁ ὑπερασπιστής μου, καὶ
ἐπ’ αὐτοῦ ἐστήριξα τὰς
ἐλπίδας μου, ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει
ἀφατρίαστον καὶ ὁμονοοῦντα τὸν
λαόν μου εἰς ἐμέ.
|
3
Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι
ἐγνώσθης αὐτῷ, ἢ υἱὸς
ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῷ;
|
3
Κύριε, τί εἶναι τάχα ὁ εὐτελὴς
ἄνθρωπος, ὥστε νὰ
ἀποκαλύπτῃς καὶ νὰ καθιστᾷς
τὸν ἑαυτόν σου γνωστὸν εἰς αὐτόν;
Ἢ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου, ὥστε νὰ τὸν
λογαριάζῃς καὶ νὰ τὸν
λαμβάνῃς ὑπ ὄψιν σου;
|
3
Κύριε, ποῖος εἶμαι ἐγώ, τὸν ὁποῖον
τόσον ἠγάπησας; Τί εἶναι ἐν γένει
ὁ εὐτελὴς ἄνθρωπος, ὥστε νὰ
τοῦ καθιστὰς γνωστὸν τὸν ἑαυτόν
σου καὶ νὰ ἀποκαλύπτεσαι εἰς αὐτόν;
Ἢ τί εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου, ὥστε νὰ τὸν συλλογίζεσαι
καὶ να τὸν λογαριάζῃς;
|
4
Ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη, αἱ
ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ
παράγουσι. |
4
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος πρὸς
τὸ μάταιον καὶ
παροδικόν. Αἱ ἡμέραι
του παρέρχονται
ὡσὰν σκιά.
|
4
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος πρὸς
ματαιότητα καὶ πρὸς περαστικὸν φύσημα ἀνέμου,
αἱ ἡμέραι του περνοῦν ὅπως ἡ
σκιά. |
5
Κύριε, κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι,
ἅψαι τῶν ὀρέων, καὶ καπνισθήσοντοι.
|
5
Σὺ ὅμως, Κύριε, ποὺ εἶσαι τόσον
συγκαταβατικὸς πρὸς ἡμᾶς τοὺς
εὐτελεῖς ἀνθρώπους, χαμήλωσε
τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβα. Ἔγγισε
μὲ τὰ χέρια σου τὰ βουνὰ καὶ
θὰ ἀνάψουν καὶ θὰ γεμίσουν
καπνόν. |
5
Ἀλλ' ἀφοῦ εἶσαι τόσον ἀγαθός,
ὥστε νὰ συγκαταβαίνῃς πρὸς τὴν
ματαιότητα καὶ σκιὰν ταύτην, σὲ παρακαλῶ,
χαμήλωσον, Κύριε, καὶ τώρα τοὺς οὐρανοὺς
καὶ κατάβα πρὸς βοήθειάν μου· ἔγγισον
διὰ τῆς χειρός σου τὰ ὅρη, καὶ
ἀμέσως ταῦτα θὰ καπνισθοῦν δι’ ἠφαιστειώδους
ἐκρήξεως. |
6
Ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς
αὐτούς, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη
σου καὶ συνταράξεις αὐτούς.
|
6
Ἄστραψε ἀστραπὴν ἐπάνω ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου κα θὰ τοὺς
διασκορπίσῃς. Στεῖλε ἐναντίον
των τὰ βέλη σου, καὶ
θὰ τοὺς
συγκλονίσῃς. |
6
Ἄστραψε μίαν καὶ μόνην ἀστραπὴν ὑπεράνω
τῶν ἐχθρῶν μου καὶ εἶναι ἀρκετὴ
αὕτη διὰ νὰ τοὺς σκορπίσῃς.
Ἐξαπόστειλον κατ’ αὐτῶν τὰ βέλη τῶν
κεραυνῶν σου καὶ θὰ τοὺς ταράξῃς
ὅλους. |
7
Ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ
ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ρῦσαί
με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς
υἱῶν ἀλλοτρίων,
|
7
Ἄπλωσε, Κύριε, τὸ χέρι σου ἀπὸ
τὸ οὐράνιον ὕψος, βγάλε με καὶ
γλύτωσέ με ἀπὸ τὰ πολλὰ
ὁρμητικὰ ὕδατα, ποὺ ἀπειλοῦν
νὰ μὲ πνίξουν· ἀπὸ τὰ
χέρια δηλαδὴ τῶν ἀλλοεθνῶν ἀνθρώπων.
|
7
Ἄπλωσε τὴν προστατευτικὴν καὶ ἀκαταμάχητον
χεῖρα σου ἀπὸ τὸ ἔνδοξον ὕψος
σου, ἐλευθέρωσέ με καὶ σῶσε με ἀπὸ
τὰς ἀτάκτους ἐφόδους τῶν πολεμίων,
οἱ ὁποῖοι ὡς ὕδατα πολλὰ
μὲ ὁρμὴν μεγάλην ἐπέπεσαν κατ’ ἐμοῦ·
σῶσε με ἀπὸ τὴν χεῖρα ἀνθρώπων
ἀλλοφύλων καὶ ἀλλοεθνῶν,
|
8
ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα,
καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ
ἀδικίας. |
8
Αὐτῶν, τῶν ὁποίων τὸ στόμα
ἐλάλησε δόλια καὶ ἀσύστατα
πράγματα καὶ ἡ δεξιά των χεὶρ
εἶναι ὄργανον ἀδικημάτων.
|
8
τῶν ὁποίων τὸ στόμα ἐλάλησε πάντοτε
ἀσύστατα ψεύδη καὶ ἡ δεξιά των εἶναι
δεξιὰ ψευδορκοῦσα πρὸς ἐπιτυχίαν ἀδίκων
καὶ ἀνόμων σκοπῶν. |
9
῾Ὁ Θεός, ᾠδήν καινὴν ᾄσομαί
σοι, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψαλῶ
σοι |
9
Ὦ Θεέ μου, εἰς
τὴν νέαν αὐτὴν συντριβὴν τῶν
ἐχθρῶν μου, θὰ ψάλλω ἐγὼ
πρὸς σὲ νέον ᾆσμα εὐγνωμοσύνης.
Μὲ δεκάχορδον μουσικὸν ὄργανον θὰ
σὲ ὑμνολογήσω· σέ,
|
9
Ὦ Θεέ μου, ᾠδὴν νέαν, ἁρμόζουσαν εἰς
τὴν νέαν ταύτην περίστασιν τῆς προστασίας σου,
θὰ σοῦ ἀναπέμψω, μὲ ψαλτήριον δεκάχορδον
συγχρόνως θὰ σοῦ ψάλω·
|
10
τῷ διδόντι τὴν σωτηρίαν τοῖς
βασιλεῦσι, τῷ λυτρουμένῳ Δαυὶδ
τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐκ ρομφαίας
πονηρᾶς. |
10
ὁ ὁποῖος ἀνέκαθεν δίδεις
νίκας καὶ σωτηρίαν εἰς τοὺς
βασιλεῖς· σέ, ὁ ὁποῖος
ἔσωσες ἐμέ, τὸν δοῦλον σου Δαυὶδ
ἀπὸ τὴν θανατηφόρον ρομφαῖαν
τοῦ Γολιάθ. |
10
εἰς σέ, ὁ ὁποῖος παρέχεις τὴν
σωτηρίαν εἰς τοὺς πιστοὺς βασιλεῖς,
ὁ ὁποῖος ἐλύτρωσε τὸν
δοῦλον του Δαβὶδ ἀπὸ σπάθην πονηρὰν
καὶ ὀλεθρίαν, τὴν σπάθην τοῦ Γολιάθ.
|
11
Ρῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με ἐκ
χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, ὧν
τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα
καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ
ἀδικίας. |
11
Ἀπάλλαξέ με καὶ τώρα καὶ
γλύτωσέ με ἀπὸ τὰ χέρια
τῶν ἀλλοεθνῶν, τῶν ὁποίων
τὸ στόμα ἐλάλησε καὶ λαλεῖ
ψευδολογίας, ἡ δὲ δεξιά των χεὶρ
εἶναι ὄργανον ἀδικίας. |
11
Γλύτωσέ με καὶ ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ
τὴν χεῖρα τῶν ἀλλοφύλων, τῶν
ὁποίων τὸ στόμα ἐλάλησε πάντοτε ἀσύστατα
ψεύδη καὶ ἡ δεξιά των ψευδορκεῖ, ἵνα
διαπράττῃ ἐπιτυχῶς κάθε ἀδικίαν·
|
12
Ὧν οἱ υἱοὶ ὡς νεόφυτα
ἱδρυμένα (Πιθανώτατα ηδρυμμένα) ἐν
τῇ νεότητι αὐτῶν, αἱ θυγατέρες
αὐτῶν κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι
ὡς ὁμοίωμα ναοῦ, |
12
Αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν σήμερον ὅλα
τὰ ἀγαθά. Τὰ παιδιά των λόγῳ
τῆς νεότητός των ὁμοιάζουν σὰν
βλαστάρια καλῶς ριζωμένα καὶ θαλερά.
Αἱ θυγατέρες των εἶναι καλλωπισμένες
καὶ στολισμένες μὲ κοσμήματα εἰς
τὸ σῶμα των, ὡσὰν τὰ ἀγάλματα
εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ.
|
12
τῶν ὁποίων οἱ υἱοὶ ὁμοιάζουν
πρὸς νεοφύτευτα δένδρα, καλῶς ριζωμένα καὶ
πράσινα λόγῳ τῆς νεότητός των· αἱ
θυγατέρες των εἶναι καλλωπισμένα! μὲ ψιμύθια καὶ
στολισμέναι μὲ κοσμήματα γύρω ἀπὸ τὰ
μέλη τοῦ σώματος των, ὅπως στολίζεται ἄγαλμα
καὶ εἴδωλον ναοῦ. |
13
τὰ ταμεῖα αὐτῶν πλήρη, ἐξερευγόμενα
ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, τὰ πρόβατα
αὐτῶν πολύτοκα, πληθύνοντα ἐν
ταῖς ἐξόδοις αὐτῶν,
|
13
Αἱ ἀποθῆκαι των εἶναι γεμᾶται
ἀπὸ ἀγαθά. Ὑπερεκχυλίζουν
ἀπὸ κάθε εἶδος· τὰ πρόβατά
των εἶναι πολύτοκα. Πολλαπλασιάζονται ἀναρίθμητα
εἰς τοὺς βοσκοτόπους, ὅπου ἐξέρχονται
πρὸς βοσκήν. |
13
Αἱ ἀποθῆκαι των εἶναι γεμᾶται
καὶ βγάζουν ἀπὸ τὰ ὑπερχειλιζόμενα
βάθη των παντὸς εἴδους τροφὰς καὶ
προϊόντα, ὥστε ἀπὸ τὸ ἓν δοχεῖον
ποὺ ἐγέμισε νὰ μεταφέρεται τὸ περίσσευμα
εἰς τὸ ἕτερον· τὰ πρόβατά
των εἶναι πολύτοκα αὐξάνοντα καὶ πληθυνόμενα
εἰς τοὺς ἀνοικτοὺς τόπους, εἰς
τοὺς ὁποίους ἐξέρχονται πρὸς βοσκήν.
|
14
οἱ βόες αὐτῶν παχεῖς, οὐκ
ἔστι κατάπτωμα φραγμοῦ, οὐδὲ
διέξοδος, οὐδὲ κραυγὴ ἐν ταῖς
πλατείαις αὐτῶν, |
14
Τὰ βόϊδια των εἶναι παχέα. Κανένας
ἀπὸ τοὺς τοίχους τῶν οἰκοδομῶν
των δὲν ἔχει κρημνισθῇ οὔτε καὶ
ἔχει ὑποστῆ καμμίαν ρωγμήν.
Δὲν ἀκούεται κραυγὴ θρήνου καὶ
πόνου εἰς τὰς πλατείας των.
|
14
Οἱ βόες των εἶναι παχεῖς. Δὲν ὑπάρχει
κανὲν ρῆγμα εἰς τοὺς φραγμοὺς
καὶ εἰς τὰ τείχη των, ἀλλ’ ὀρθοῦνται
ταῦτα στερεά, οὔτε ἔξοδος πολιτῶν
συρομένων εἰς αἰχμαλωσίαν, οὔτε κραυγή τις
θρήνου δι’ ἀτύχημα τῶν ἐθνικὸν ἀκούεται
εἰς τὰς πλατείας των. |
15
ἐμακάρισαν τὸν λαὸν ᾦ ταῦτά
ἐστι· μακάριος ὁ λαὸς οὗ
Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ.
|
15
Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν
σὲ καὶ τὸ θέλημά σου, ἐκαλοτύχησαν
τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει
αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Ἀλλὰ
εἰς τὴν πραγματικότητα μακάριος εἶναι
ὁ λαὸς ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου
ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ
Θεὸς καὶ Κύριός του. |
15
Οἱ μάταιοι καὶ ὑλόφρονες ἄνθρωποι
ἐμακάρισαν τὸν λαόν, εἰς τὸν
ὁποῖον ὑπάρχουν τὰ ἀγαθὰ
ταῦτα. Ἀλλὰ μακάριος πράγματι εἶναι
ὁ λαός, τοῦ ὁποίου Θεός του εἶναι
ὁ Κύριος τοῦ παντός. |