Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐκάθισε μετὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς.
Εἶπε δὲ αὐτῇ Νωεμὶν ἡ
πενθερὰ αὐτῆς· θυγάτερ, οὐ
μὴ ζητήσω σοι ἀνάπαυσιν, ἵνα
εὗ γένηταί σοι;
|
κάθισεν
ἡ Ρούθ μετὰ τὸ πέρας τοῦ
θερισμοῦ μαζῆ μὲ τὴν πενθεράν
της. Ἡ Νωεμίν, ἡ πενθερά της, τῆς
εἶπε· <κόρη μου, ἐγὼ δὲν
εἶμαι ὑποχρεωμένη νὰ ἀναζητήσω
καὶ εὕρω διὰ σὲ τόπον καὶ
τρόπον ἀναπαύσεώς σου, ὥστε
νὰ ζήσῃς ἀπὸ ἐδῶ
καὶ πέρα εὐτυχισμένη;
|
αὶ
ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ θερισμός,
ἐκάθισεν ἡ Ροὺθ μὲ τὴν πενθεράν
της ὑπηρετοῦσα καὶ ἀνακουφίζουσα αὐτήν.
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ Νωεμίν,
ἡ πενθερά της: <Κόρη μου, νὰ μὴ
ζητήσω διὰ σὲ ἀνάπαυσιν καὶ ἀνακούφισιν,
ὥστε νὰ ζήσῃς εἰς τὸ μέλλον
εὐτυχισμένη; |
2
Καὶ νῦν οὐχὶ Βοὸζ γνώριμος
ἡμῶν, οὗ ἧς μετὰ τῶν κορασίων
αοῦόν; Ἰδοὺ αὐτὸς λικμᾷ
τὸν ἅλωνα τῶν κριθῶν ταύτῃ
τῇ νυκτί. |
2
Λοιπόν, δὲν ἠξεύρεις ὅτι ὁ
Βοόζ, εἰς τὰς ὑπηρετρίας τοῦ
ὁποίου ἔχεις προσκολληθῆ, εἶναι
συγγενής μας; Ἰδού, ὅτι αὐτὸς
λιχνίζει τὸ κριθάρι του εἰς τὸ
ἁλῶνι κατὰ τὴν νύκτα αὐτήν.
|
2
Καὶ τώρα δὲν εἶναι στενὸς γνωστὸς
καὶ συγγενής μας ὁ Βοόζ, μὲ τὰς
ὑπηρετρίας τοῦ ὁποίου ἦσο, ὅταν
συνέλεγες στάχυα; Ἰδοὺ αὐτὸς κατ'
αὐτὴν τὴν νύκτα λιχνίζει τὸ γεμᾶτον
ἀπὸ τὰ κριθάρια του ἁλῶνι.
|
3
Σὺ δὲ λούσῃ καὶ ἀλείψῃ
καὶ περιθήσεις τὸν ἱματισμόν
σου ἐπὶ σεαυτῇ καὶ ἀναβήσῃ
ἐπὶ τὸν ἅλω· μὴ γνωρισθῇς
τῷ ἀνδρὶ ἕως τοῦ συντελέσαι
αὐτὸν τὸν φαγεῖν καὶ πιεῖν·
|
3
Σὺ νὰ λουσθῇς, νὰ ἀλειφθῇς
μὲ ἀρωματικὸν ἔλαιον, νὰ φορέσῃς
τὸ καλύτερόν σου φόρεμα καὶ
νὰ μεταβῇς εἰς τὸ ἁλῶνι
του. Πρόσεξε ὅμως νὰ μὴ σὲ γνωρίσῃ,
ἕως ὅτου τελείωσῃ τὸ φαγητὸν
καὶ τὸ ποτόν. |
3
Σὺ δὲ θὰ λουσθῇς καὶ θὰ
ἀλειφθῇς με εὐῶδες ἔλαιον καὶ
θὰ περιβληθῇς τὰ καλά σου ἐνδύματα,
καὶ θὰ ἀνέβης εἰς τὸ ἁλώνιον.
Νὰ μὴ σὲ ἴδῃ καὶ νὰ
μὴ σὲ ἀντιληφθῇ ὁ Βοόζ, μέχρις
ὅτου τελειώσῃ οὗτος τὸ φαγητὸν
καὶ τὸ ποτόν του. |
4
καὶ ἔσται ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτόν,
καὶ γνώσῃ τὸν τόπον ὅπου
κοιμᾶται ἐκεῖ, καὶ ἐλεύσῃ
καὶ ἀποκαλύψεις τὰ πρὸς ποδῶν
αὐτοῦ καὶ κοιμηθήσῃ καὶ
αὐτὸς ἀπαγγελεῖ σοι ἃ ποιήσῃς.
|
4
Ὅταν δὲ θὰ μεταβῇ αὐτὸς
νὰ κοιμηθῇ θὰ προσέξῃς τὸν
τόπον, ὅπου θὰ κοιμᾶται. Θὰ
πλησιάσῃς καὶ σὺ ἐκεῖ,
θὰ ἀνασύρῃς τὸ σκέπασμα
ἀπὸ τὰ πόδια του καὶ θὰ
κοιμηθῇς ἐκεῖ. Αὐτὸς δὲ
ὅταν ἐξυπνήσῃς, θὰ σοῦ
πῇ, τί πρέπει νὰ κάμῃς>.
|
4
Καὶ ἀκολούθως, ὅταν αὐτὸς κοιμηθῇ,
θὰ παρατηρήσῃς καὶ θὰ μάθῃς
τὸν τόπον, ὅπου κοιμᾶται, καὶ ἐκεῖ
θὰ ἒλθῃς καὶ θὰ ἀνασηκώσῃς
τὰ πλησίον τῶν ποδῶν του σκεπάσματα καὶ
θὰ κοιμηθῇς. Καὶ αὐτός, ὅταν
ἐξυπνήσῃ, θὰ σοῦ εἴπῃ
ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει να κάμῃς>.
|
5
Εἶπε ἡ Ροὺθ πρὸς αὐτήν·
πάντα ὅσα ἂν εἴπῃς, ποιήσω.
|
5
Ἡ Ρούθ ἀπήντησε πρὸς αὐτήν·
<ὅλα ὅσα μοῦ εἶπες θὰ πράξω>.
|
5
Εἶπε δὲ ἡ Ροὺθ πρὸς αὐτήν:
<Ὅλα ὅσα θὰ μοῦ εἴπῃς,
θὰ τὰ κάμω>. |
6
Καὶ κατέβη εἰς τὸν ἅλω καὶ
ἐποίησε κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο
αὐτῇ ἡ πενθερὰ αὐτῆς.
|
6
Κατέβηκε πράγματι
εἰς τὸ ἁλώνι
καὶ ἔκαμε ὅλα
ὅσα τῆς εἶχε δώσει
ἐντολὴν ἡ πενθερά της.
|
6
Καὶ κατέβη εἰς τὸ ἁλώνιον ἡ
Ροὺθ καὶ ἔκαμεν ὅλα, ὅσα τῆς
παρήγγειλεν ἡ πενθερά της. |
7
Καὶ ἔφαγε Βοὸζ καὶ ἔπιε καὶ
ἠγαθύνθη ἡ καρδία αὐτοῦ,
καὶ ἦλθε κοιμηθῆναι ἐν μερίδι
τῆς στοιβῆς· ἡ δὲ ἦλθε
κρυφῇ καὶ ἀπεκάλυψε τὰ πρὸς
ποδῶν αὐτοῦ. |
7
Ὁ Βοὸζ ἔφαγεν, ἔπιεν, ηὐφράνθη
ἡ καρδία του καὶ
ἔπειτα ἦλθε νὰ κοιμηθῇ εἰς κάποιο
ἄκρον τῆς θημωνιᾶς.
Ἡ Ρούθ ἦλθεν ἐκεῖ
κρυφίως, ἀνέσυρε τὸ σκέπασμα
τῶν ποδῶν τοῦ Βοὸζ
καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ.
|
7
Καὶ ἔφαγεν ὁ Βοὸζ καὶ ἔπιε
καὶ εὐφράνθη ἡ καρδία του πλήρης εὐγνωμοσύνης
πρὸς τὸν πληθύναντα τὰ γεννήματα τῶν
ἀγρῶν του Κύριον, καὶ ἦλθε νὰ
κοιμηθη εἰς κάποιο ἄκρον τοῦ σωροῦ
τῆς κριθῆς. Ἡ δὲ Ροὺθ ἦλθε
κρυφίως καὶ χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθῇ
κανεὶς καὶ ἐσήκωσε τὰ πλησίον
τῶν ποδῶν του σκεπάσματα, καὶ ἐκοιμήθη
ἐκεῖ. |
8
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ μεσονυκτίῳ
καὶ ἐξέστη ὁ ἀνὴρ καὶ
ἐταράχθη, καὶ ἰδοὺ γυνὴ
κοιμᾶται πρὸς ποδῶν αὐτοῦ.
|
8
Κατὰ τὸ μεσονύκτιον ἐξύπνησεν
ὁ Βοόζ, ἐξεπλάγη καὶ ἐταράχθη,
διότι χωρὶς νὰ
τὸ φαντάζεται, εἶδε μίαν γυναῖκα
νὰ κοιμᾶται κοντὰ εἰς τὰ πόδια
του.
|
8
Συνέβη δὲ κατὰ τὸ μεσονύκτιον, ὅταν
ὁ Βοὸζ ἀφυπνίσθη, καὶ ἐξεπλάγη
οὗτος καὶ ἐταράχθη, ἀπὸ τὸ
ὅτι ἰδοὺ μία γυναῖκα ἐκοιμᾶτο
πλησίον τῶν ποδῶν του. |
9
Εἶπε δέ· τίς εἶ σύ; Ἡ
δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ροὺθ
ἡ δούλη σου, καὶ περιβαλεῖς τὸ
πτερύγιόν σου ἐπὶ τὴν δούλην
σου, ὅτι ἀγχιστεὺς εἶ σύ.
|
9
Ὁ Βοὸζ τὴν ἠρώτησε· <ποία
εἶσαι σύ;> Ἐκείνη
εἶπεν· <ἐγὼ
εἶμαι ἡ Ρούθ, ἡ δούλη
σου. Σκέπασε τὴν δούλην σου μὲ τὸ
ἄκρον τοῦ ἱματίου σου εἰς δεῖγμα
τῆς προστασίας, τὴν
ὁποίαν πρέπει νὰ τῆς προσφέρῃς,
διότι εἶσαι συγγενής
μου>.
|
9
Εἶπε δὲ ὁ Βοόζ:<Ποία εἶσαι σύ,
ποὺ τέτοια ὥρα εὐρέθης ἐδῶ;>
Αὐτὴ δὲ εἶπεν: <Ἐγὼ
εἶμαι ἡ Ρούθ, ἡ δούλη σου. Καὶ θὰ
καταδεχθῇς νὰ ρίψῃς ἐπάνω εἰς
ἐμὲ τὴν δούλην σου τὸ ἄκρον
τοῦ ἐνδύματός σου καὶ νὰ μὲ
σκεπάσῃς μὲ αὐτό, γινόμενος προστάτης
μου, διότι σὺ εἶσαι συγγενής μου>.
|
10
Καὶ εἰπὲ Βοόζ· εὐλογημένη
σὺ τῷ Κυρίῳ Θεῷ, θύγατερ,
ὅτι ἠγάθυνας τὸ ἔλεός
σου τὸ ἔσχατον ὑπὲρ τὸ πρῶτον,
μὴ πορευθῆναί σε ὀπίσω νεανιῶν,
εἴτοι πτωχὸς εἴτοι πλούσιος.
|
10
Ὁ Βοὸζ εἶπε
πρὸς αὐτήν· <κόρη
μου, ἂς εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ
τὸν Κύριον καὶ Θεόν, διότι
αὐτὴ ἡ στοργὴ καὶ ἡ
καλωσύνη σου εἶναι
μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν προηγουμένην,
ποὺ ἔδειξες πρὸς τὴν πενθεράν
σου, ἀφοῦ δὲν ἐξέλεξες νὰ
ὑπανδρευθῇς νέους, εἴτε πτωχοὶ
εἴτε πλούσιοι εἶναι αὐτοί.
|
10
Καὶ εἶπεν ὁ Βοόζ: <Εἴθε νὰ
εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ Κύριον
τὸν Θεόν, κόρη μου, διότι ἔδειξες ἀγαθωτέραν
τὴν συμπάθειαν καὶ συμπεριφοράν σου κατὰ
τὴν ἐσχάτην αὐτὴν περίπτωσιν
παραπάνω ἀπὸ τὴν πρώτην, ὅτε διεκρίθης
διὰ τὴν ἀφοσίωσίν σου εἰς τὴν
πενθεράν σου· δὲν ἐπῆγες δηλαδὴ
ὀπίσω ἀπὸ νέους, διὰ νὰ ὑπανδρευθῇς
νεαρὸν ἄνδρα, εἴτε πτωχὸς εἴτε
πλούσιος εἶναι αὐτός. |
11
Καὶ νῦν, θύγατερ μὴ φοβοῦ·
πάντα, ὅσα ἐὰν εἴπῃς,
ποιήσω σοι· οἶδε γὰρ πᾶσα φυλὴ
λαοῦ μου ὅτι γυνὴ δυνάμεως εἶ
σύ. |
11
Καὶ τώρα, κόρη μου, μὴ φοβῆσαι·
ὅλα ὅσα μοῦ εἶπες θὰ
κάμω πρὸς χάριν
σου, διότι ὅλος ὁ
λαὸς τῆς πόλεώς μου αὐτῆς
γνωρίζει ὅτι σὺ εἶσαι
γυνὴ ἐνάρετος
καὶ ἰσχυρᾶς θελήσεως.
|
11
Καὶ τώρα, κόρη μου, μὴ φοβᾶσαι· δὲν
πρόκειται νὰ πράξω τίποτε, ὥστε νὰ ἐκτεθῇ
ἡ ὑπόληψίς σου· τουναντιον ὅλα ὅσα
θὰ μοῦ εἴπῃς, καὶ γάμον ἀκόμη
ἄν μου ζητήσῃς, θὰ τὰ κάμω πρὸς
χάριν σου. Διότι ὁλόκληρος ἡ φυλὴ τοῦ
λαοῦ, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὴν πόλιν
αὐτήν, γνωρίζει ὅτι σὺ εἶσαι γυναῖκα
ἐνάρετος, ὥστε νὰ πολιτεύεσαι κατὰ
τὰς ἐπιταγὰς τοῦ καθήκοντος.
|
12
Καὶ νῦν ὁ ἀληθῶς ἀγχιστεὺς
ἐγώ εἰμι. Καί γέ ἐστιν
ἀγχιστεὺς ἐγγίων ὑπὲρ
ἐμέ. |
12
Λοιπόν, πράγματι, ἐγὼ εἶμαι
συγγενής σου. Ὑπάρχει ὅμως ἐδῶ
καὶ ἕνας ἄλλος, ὁ ὁποῖος
εἶναι στενώτερος συγγενής σου ἀπὸ
ἐμέ.
|
12
Καὶ τώρα ἐγὼ εἶμαι πράγματι καὶ
ἀληθῶς συγγενὴς τοῦ πενθεροῦ
σου· ὑπάρχει ὅμὼς ἄλλος συγγενὴς
πλησιέστερος καὶ περισσότερον στενὸς ἀπὸ
ἐμέ. |
13
Αὐλίσθητι τὴν νύκτα, καὶ ἔσται
τὸ πρωΐ, ἐὰν ἀγχιστεύσῃ
σε, ἀγαθόν, ἀγχιστευέτω· ἐὰν
δὲ μὴ βούληται ἀγχιστεῦσαί
σε, ἀγχιστεύσω σε ἐγώ, ζῇ Κύριος·
κοιμήθητι ἕως τὸ πρωΐ. |
13
Κοιμήσου αὐτὴν τὴν νύκτα ἐδῶ
καὶ αὔριον τὸ πρωῒ θὰ ἐρωτήσω
αὐτὸν σχετικῶς· ἂν θελήσῃ
ἐκεῖνος νὰ σὲ νυμφευθῇ, καλῶς.
Ἂς σὲ πάρῃ σύζυγόν του.
Ἐὰν ὅμως ἐκεῖνος δὲν θελήσῃ
νὰ σὲ νυμφευθῇ, θὰ σὲ πάρω
ἐγὼ σύζυγόν μου. Ζῶν ἐνώπιόν
μας εἶναι ὁ Κύριος ποὺ μὲ ἀκούει.
Κοιμήσου ἐδῶ
ἕως τὸ πρωΐ>.
|
13
Κοιμήσου ἐδῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον
κατὰ τὴν νύκτα καὶ θὰ γίνῃ τὸ
πρωῒ τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ὁ
στενότερος αὐτὸς συγγενὴς σὲ κρατήσῃ
κατὰ τὸ δικαίωμα τῆς συγγενείας, ἔχει
καλῶς· ἂς σὲ κρατήσῃ αὐτὸς
ὡς σύζυγον ἐὰν ὅμως δὲν θελήσῃ
νὰ σὲ νυμφευθῇ ὡς στενότερος συγγενής,
θὰ σὲ πάρω ἐγὼ σύζυγον συμφώνως πρὸς
τὴν περὶ συγγενείας ἐντολὴν τοῦ
νόμου· εἶναι ζωντανὸς ὁ Κύριος καὶ
ἀκούει τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ σοῦ
δίδω. Κοιμήσου ἥσυχα ἕως τὸ πρωΐ>.
|
14
Καὶ ἐκοιμήθη πρὸς ποδῶν αὐτοῦ
ἕως πρωΐ. Ἡ δὲ ἀνέστη πρὸ
τοῦ ἐπιγνῶσαι ἄνδρα τὸν πλησίον
αὐτοῦ· καὶ εἶπε Βοόζ·
μὴ γνωσθήτω ὅτι ἦλθε γυνὴ εἰς
τὸν ἅλω. |
14
Ἐκοιμήθη πράγματι ἡ Ρούθ κοντὰ
εἰς τὰ πόδια τοῦ Βοὸζ ἕως
τὸ πρωΐ. Πολὺ δὲ πρωῒ ἐξύπνησεν
εἰς ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν,
λόγῳ τοῦ σκότους, δὲν ἠμποροῦσε
νὰ ἀναγνωρίσῃ
ὁ ἕνας ἄνθρωπος
τὸν ἄλλον. Ἐξ ἄλλου δὲ καὶ
ὁ Βοὸζ εἶπεν εἰς τοὺς περὶ
αὐτόν· <προσέξατε, κανεὶς
δὲν πρέπει νὰ μάθῃ ὅτι
ἦλθεν αὐτὴ ἡ γυναίκα εἰς
τὸ ἁλώνι>.
|
14
Καὶ ἐκοιμήθη ἡ Ροὺθ πλησίον
εἰς τὰ πόδια του ἕως τὸ πρωΐ. Αὕτη
δὲ ἠγέρθη πολὺ πρωΐ, εἰς ὥραν
ποὺ δὲν ἠμποροῦσεν ὁ ἄνθρωπος
νὰ διακρίνῃ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ
πλησίον του, ὥστε νὰ γνωρίσῃ αὐτόν,
ποῖος εἶναι. Καὶ εἶπεν ὁ Βοὸζ
εἰς τοὺς ἀνθρώπούς του: <Νὰ μὴ
γίνῃ γνωστόν, ὅτι ἀπόψε ἦλθε γυνὴ
εἰς τὸ ἁλώνιον, διότι τὸ πρᾶγμα
θὰ παρεξηγηθῇ>. |
15
Καὶ εἶπεν αὐτῇ· φέρτε περίζωμα
τὸ ἐπάνω σου. Καὶ ἐκράτησεν
αὐτό, καὶ ἐμέτρησεν ἕξ
κριθῶν καὶ ἐπέθηκεν ἐπ' αὐτήν·
καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν.
|
15
Εἶπε δὲ ὁ Βοὸζ εἰς τὴν
Ρούθ· <φέρε τὸ ἱμάτιον,
ποὺ ἔχεις ρίξει ἐπάνω σου>.
Τὸ ἐπῆρεν ὁ Βοόζ, ἔβαλεν
εἰς αὐτὸ ἓξ μέτρα κριθῆς
καὶ τὸ ἐφόρτωσεν εἰς αὐτήν.
Αὐτὸς δὲ εἰσῆλθεν εἰς
τὴν πόλιν Βηθλεέμ.
|
15
Καὶ εἶπεν ὁ Βοὸζ εὶς αὐτήν:
<Φέρε τὸν μανδύαν, τὸν ὁποῖον ἔχεις
ἐπάνω σου>· καὶ τὸν ἐκράτησεν ὁ
Βοὸζ μὲ τὰ χέρια του καὶ ἔρριψε
μὲ τὸ μέτρον ἓξ μέτρα κριθῇς καὶ
τὸν ἐφώρτωσεν ἐπάνω της. Καὶ
ἔπειτα, ἀφοῦ ἔφυγεν ἡ Ρούθ,
ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν
πόλιν. |
16
Καὶ Ροὺθ εἰσῆλθε πρὸς τὴν
πενθερὰν αὐτῆς· ἡ δὲ εἶπεν
αὐτῇ· θύγατερ· καὶ εἶπεν
αὐτῇ πάντα, ὅσα ἐποίησεν
αὐτῇ ὁ ἀνήρ.
|
16
Ἡ Ρούθ ἐπανῆλθεν πρὸς τὴν
πενθεράν της, ἡ
ὁποία καὶ τὴν ἠρώτησε·
<κόρη μου, τί ἔκαμες;>
Ἐκείνη δὲ διηγήθη
εἰς αὐτὴν ὅλα ὅσα τῆς
εἶπε καὶ ἔπραξεν
ὁ Βοόζ.
|
16
Καὶ ἡ Ροὺθ ἐμβῆκε πρὸς
συνάντησιν τῆς πενθερᾶς της. Αὐτὴ
δὲ τῆς εἶπε: <Κόρη μου, ἦλθες;>
Καὶ ἡ Ροὺθ εἶπεν εἰς αὐτὴν
ὅλα ὅσα εἶχε κάμει δι' αὐτὴν
ὁ Βοόζ. |
17
Καὶ εἶπεν αὐτῇ· τὰ ἕξ
τῶν κριθῶν ταῦτα ἔδωκέ μοι,
ὅτι εἶπε πρός με· μὴ εἰσέλθῃς
κενὴ πρὸς τὴν πενθεράν σου.
|
17
Προσέθεσε δὲ ἀκόμη· <αὐτὰ
τὰ ἓξ μέτρα κριθῆς μοῦ τὰ
ἔδωκεν ὁ Βοὸζ καὶ
μοῦ εἶπε· Πάρε τα διὰ
νὰ μὴν ἐπανέλθῃς εἰς τὴν
πενθεράν σου μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια>.
|
17
Καὶ εἶπεν εἰς τὴν Νωεμίν: <Τὰ
ἓξ αὐτὰ μέτρα τῆς κριθῆς μου
τὰ ἔδωκε μὲ τὴν δικαιολογίαν ποὺ
μοῦ εἶπε: <Μὴ ἐπιστρέψῃς
εἰς τὴν πενθεράν σου μὲ χεῖρας
ἀδειανὰς καὶ χωρὶς νὰ τῆς
πᾶς τίποτε>. |
18
Ἡ δὲ εἶπε· κάθου, θύγατερ,
ἕως τοῦ ἐπιγνῶναί σε πῶς
οὐ πεσεῖται ρῆμα· οὐ γὰρ
μὴ ἠσυχάσῃ ὁ ἀνήρ,
ἕως ὃν τελεσθῇ τὸ ρῆμα σήμερον.
|
18
Ἡ δὲ Νωεμὶν τῆς εἶπε· <κάθησε
ἐδῶ, κόρη μου, μέχρις ὅτου μάθῃς,
ποίαν ἔκβασιν θὰ λάβῃ αὐτὴ
ἡ ὑπόθεσις. Διότι ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς δὲν θὰ ἠσυχάσῃ,
μέχρις ὅτου φέρῃ εἰς πέρας
τὸ ζήτημα αὐτό>. |
18
Αὐτὴ δὲ εἶπε: <Κάθησε, κόρη μου,
ἥσυχη, ἕως ὅτου πληροφορηθῇς διὰ
τῶν πραγμάτων, πῶς δὲν θὰ πέσῃ
χαμένος καὶ ἀπραγματοποίητος λόγος ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ σοῦ εἶπεν ὁ Βοόζ.
Διότι δὲν θὰ ἠσυχάσῃ ὁ
ἄνθρωπος αὐτός, ἕως ὅτου λάβῃ
τέλος ἐντὸς τῆς ἡμέρας ἡ ὑπόθεσις>.
|