Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
έκνον,
τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ μὴ ἀποστερήσῃς
καὶ μὴ παρελκύσῃς ὀφθαλμοὺς
ἐπιδεεῖς. |
αιδί
μου, μὴ στερήσῃς
τὸν πτωχὸν ἀπὸ ὅσα τοῦ
χρειάζονται διὰ τὴν ζωήν του καὶ
μὴ ἀναβάλῃς τὴν βοήθειάν
σου εἰς μάτια, τὰ ὁποῖα σὲ
κυττάζουν ἰκετευτικῶς.
|
αιδί
μου, μὴ ἀποστερήσῃς τὸν πτωχὸν
ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν
συντήρησιν τῆς ζωῆς του καὶ μὴ ἀποφύγῃς
νὰ κυττάξῃς μάτια ἐστραμμένα εἰς σὲ
ἱκετευτικῦς καὶ λόγῳ ἀνάγκης.
|
2
Ψυχὴν πεινῶσαν μὴ λυπήσῃς καὶ
μὴ παροργίσῃς ἄνδρα ἐν ἀπορίᾳ
αὐτοῦ. |
2
Ἄνθρωπον, ποὺ πεινᾷ, μὴ τὸν
λυπήσῃς. Μὴ ἐξοργίζῃς
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται
εἰς ἀνάγκην.
|
2
Ἄνθρωπον ποὺ πεινᾷ, μὴ τὸν λυπήσῃς
μὲ τὴν σφικτοχεριά σου, καὶ μὴ προκαλέσῃς
τὴν ὀργὴν καὶ ἀγανάκτησιν ἀνθρώπου,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς ἀνέχειαν καὶ
οἰκονομικὴν στενοχώριαν. |
3
Καρδίαν παρωργισμένην μὴ προσταράξῃς
καὶ μὴ παρελκύσῃς δόσιν προσδεομένου.
|
3
Μὴ ταράξῃς περισσότερον καρδίαν,
τὴν ὁποίαν ἔχει ἀναστατώσει
ἡ ὀργή, καὶ μὴ ἀναβάλῃς
τὴν βοήθειάν σου εἰς ἄνθρωπον,
ποὺ ἔχει τὴν ἀνάγκην σου.
|
3
Μὴ προσθέσῃς ταραχὴν καὶ στενοχώριαν
εἰς καρδίαν, ποὺ εἶναι στενοχωρημένη καὶ
ἀγανακτισμένη λόγῳ πτωχείας, καὶ μὴ
ἀναβάλῃς τὴν βοήθειαν καὶ τὸ
δόσιμόν σου εἰς ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει
ἀνάγκην καὶ σοῦ ζητεῖ.
|
4
Ἱκέτην θλιβόμενον μὴ ἀπαναίνου
καὶ μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν
σου ἀπὸ πτωχοῦ. |
4
Μὴ ἀπωθῇς ἄνθρωπον, ποὺ θλίβεται
καὶ ὁ ὁποῖος σὲ παρακαλεῖ.
Καὶ μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν
σου ἀπὸ πτωχὸν ἄνθρωπον.
|
4
Μὴ δεικνύεσαι ἀκατάδεκτος καὶ μὴ ἀποφεύγῃς
ἐκεῖνον, ποὺ σὲ παρακαλεῖ ἐπάνω
εἰς τὴν ἀνάγκην καὶ θλῖψιν του·
καὶ μὴ γυρίσῃς ἀλλοῦ τὸ
πρόσωπόν σου ἀπὸ τὸν πτωχόν, ἀποφεύγων
νὰ τὸν συνδράμῃς. |
5
Ἀπὸ δεομένου μὴ ἀποστρέψῃς
ὀφθαλμὸν καὶ μὴ δῷς τόπον
ἀνθρώπῳ καταράσασθαί σε·
|
5
Μὴ ἀπρστρέψῃς τὰ μάτια
σου ἀπὸ ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς ἀνάγκην, καὶ μὴ δίδῃς
εἰς κανένα ἀφορμήν, νὰ σὲ
καταρασθῇ·
|
5
Ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ σὲ παρακαλεῖ
νὰ τὸν συνδράμῃς, μὴ στρέψῃς
ἀλλοῦ τὰ μάτια σου καὶ μὴ δώσῃς
εἰς κανένα ἄνθρωπον ἀφορμὴν μὲ
τὴν ἀδιαφορίαν καὶ ἀσπλαγχνίαν
σου νὰ σὲ καταρασθῇ. |
6
καταρωμένου γὰρ σε ἐν πικρίᾳ
ψυχῆς αὐτοῦ, τῆς δεήσεως αὐτοῦ
ἐπακούσεται ὁ ποιήσας αὐτόν.
|
6
διότι, ὅταν αὐτὸς ὑπὸ
τὸ κράτος τῆς ψυχικῆς του στενοχωρίας
σὲ καταρασθῇ, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
τὸν ἔπλασε, θὰ ἀκούσῃ
τὴν δέησίν του.
|
6
Ἀπόφευγε δὲ πάντοτε τὴν κατάραν αὐτήν,
διότι, ὅταν κανεὶς σὲ καταρᾶται ἐπάνω
εἰς τὴν πικρίαν καὶ στενοχώριαν τῆς
ψυχῆς του, Αὐτὸς ποὺ τὸν ἐδημιούργησε,
θὰ ἐπακούσῃ τὸν στεναγμὸν καὶ
τὴν παράκλησίν του. |
7
Προσφιλῆ συναγωγῇ σεαυτὸν ποίει καὶ
μεγιστᾶνι ταπείνου τὴν κεφαλήν σου.
|
7
Κάμε τὸν ἑαυτόν σου ἀγαπητὸν
εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ σκύψε ταπεινοφρόνως τὸ κεφάλι
σου ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἄρχοντας.
|
7
Κάμε τὸν ἑαυτόν σου διὰ τῆς
ταπεινῆς καὶ γλυκείας συμπεριφορᾶς ἀγαπητὸν
καὶ ἐπιθυμητὸν εἰς πᾶσαν δημοσίαν
σύναξιν καὶ κύπτε ταπεινῶς τὴν κεφαλήν σου
ἐνώπιον ἄρχοντος καὶ μεγιστᾶνος.
|
8
Κλῖνον πτωχῷ τὸ οὖς σου καὶ
ἀποκρίθητι αὐτῷ εἰρηνικὰ
ἐν πραΰτητι. |
8
Σκύψε καὶ ἄκουσε τὸν πτωχὸν
καὶ νὰ ἀποκριθῇς πρὸς αὐτὸν
μὲ εἰρήνην καὶ πραότητα.
|
8
Χαμήλωσε τὸ αὐτί σου καταδεκτικὰ εἰς
τὸν πτωχὸν καὶ ἀποκρίθητι εἰς
αὐτὸν φιλικῶς μὲ πρᾶον καὶ
γλυκὺν τρόπον. |
9
Ἐξελοῦ ἀδικούμενον
ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος καὶ
μὴ ὀλιγοψυχήσῃς
ἐν τῷ κρίνειν σε.
|
9
Βγάλε ἀπὸ τὰ χέρια ἀδικοῦντος
τὸν ἀδικούμενον καὶ μὴ δειλιάσῃς,
ὅταν εἶσαι δικαστής, νὰ ἀποδώσῃς
τὸ δίκαιον.
|
9
Ἐλευθέρωνε κάθε ἀδικούμενον ἀπὸ τὰ
χέρια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν
ἀδικεῖ, καὶ μὴ δειλιάσῃς, ὅταν
ὡς δικαστὴς κρίνῃς καὶ πρόκειται νὰ
τοῦ ἀποδώσῃς τὸ δίκαιον.
|
10
Γίνου ὀρφανοῖς ὡς πατὴρ καὶ
ἀντὶ ἀνδρὸς τῇ μητρὶ αὐτῶν·
καὶ ἔσῃ ὡς υἱὸς Ὑψίστου,
καὶ ἀγαπήσει σε μᾶλλον ἢ μήτηρ
σου. |
10
Γίνε ὡσὰν πατέρας εἰς τὰ
ὀρφανὰ καὶ ὡσὰν σύζυγος
εἰς τὴν χήραν μητέρα των. Ἐτσι
δὲ θὰ γίνῃς καὶ θὰ εἶσαι
υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, ὁ ὁποῖος
θὰ σὲ ἀγαπήσῃ πολὺ περισσότερον,
ἀπὸ ὅσον σὲ ἠγάπησεν ἡ
μητέρα σου. |
10
Γίνε σὰν πατέρας εἰς τὰ ὀρφανὰ
καὶ σὰν προστάτης σύζυγος εἰς τὴν
μητέρα των. Καὶ θὰ εἶσαι τότε σὰν
παιδὶ τοῦ Ὑψίστου· θὰ σὲ
ἀγαπήσῃ δὲ αὐτὸς περισσότερον
ἀπὸ τὴν μητέρα σου. |
11
Ἡ σοφία υἱοὺς αὐτῆς ἀνύψωσε
καὶ ἐπιλαμβάνεται τῶν ζητούντων
αὐτήν. |
11
Ἡ σοφία ἀναδεικνύει καὶ δοξάζει
τὰ παιδιά της καὶ φροντίζει δι' ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ τὴν
ἀποκτήσουν.
|
11
Ἡ Σοφία ἀνυψώνει ἔνδοξα καὶ εὐτυχῆ
τὰ τέκνα της καὶ κρατεῖ δυνατὰ ὡς
προστατευτικὴ ὁδηγὸς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι μετὰ πόθου τὴν ζητοῦν.
|
12
Ὁ ἀγαπῶν αὐτὴν ἀγαπᾶ
ζωήν, καὶ οἱ ὀρθρίζοντες πρὸς
αὐτὴν ἐμπλησθήσονται εὐφροσύνης.
|
12
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὴν
σοφίαν, ἀγαπᾷ εἰς τὴν πραγματικότητα
τὴν εἰρηνικὴν ζωήν του. Καὶ
ὅσοι ἐξυπνοῦν πρωῒ πρωῒ πρὸς
χάριν αὐτῆς, θὰ γεμίσουν ἀπὸ
χαράν.
|
12
Ὅποιος ἀγαπᾷ αὐτήν, ἀγαπᾷ
τὴν πραγματικὴν καὶ εὐτυχισμένην
ζωήν, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ πολὺ
πρωῒ καὶ ἐνωρὶς σηκώνονται ἀναζητοῦντες
αὐτήν, θά χορτάσουν καὶ θὰ γεμίσουν χαρὰν
καὶ εὐφροσύνην. |
13
Ὁ κρατῶν αὐτῆς κληρονομήσει
δόξαν, καὶ οὗ εἰσπορεύεται,
εὐλογήσει Κύριος. |
13
Ἐκεῖνος ποὺ κατέχει τὴν σοφίαν
καὶ ζῇ σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολάς
της, θὰ ἀποκτήσῃ δόξαν. Ὁ
δὲ Κύριος θὰ εὐλογῇ πάντοτε
τὴν οἰκίαν, εἰς τὴν ὁποίαν
αὐτὴ θὰ εἰσέρχεται.
|
13
Ἐκεῖνος ποὺ τὴν κρατεῖ σφιγκτά,
θὰ κληρονομήσῃ δόξαν, καὶ ὅπου ἐμβαίνει
καὶ εἰσχωρεῖ ἡ Σοφία, θὰ δώσῃ
εὐλογίας ὁ Κύριος. |
14
Οἱ λατρεύοντες αὐτῇ λειτουργήσουσιν
ἁγίῳ, καὶ τοὺς ἀγαπῶντας
αὐτὴν ἀγαπᾷ ὁ Κύριος.
|
14
Ὅσοι ὑπηρετοῦν τὴν σοφίαν, προσφέρουν
λατρείαν εἰς τὸν ἅγιον Θεόν.
Ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὴν
ἀγαποῦν, θὰ ἀγαπηθοῦν ἀπὸ
τὸν Κύριον.
|
14
Ὅσοι ὑπηρετοῦν καὶ λατρεύουν τὴν
ἀληθῆ Σοφίαν, ὑπηρετοῦν καὶ
γίνονται λειτουργοῖ τοῦ Ἑνὸς καὶ
μόνου Ἁγίου· ἐκείνους δέ, οἱ ὁποῖοι
ἀγαποῦν τὴν Σοφίαν, ἀγαπᾷ ὁ
Κύριος. |
15
Ὁ ὑπακούων αὐτῆς κρινεῖ
ἔθνη, καὶ ὁ προσέχων αὐτῇ
κατασκηνώσει πεποιθώς. |
15
Ἐκεῖνος ποὺ ὑπακούει εἰς
τὰς ἐντολὰς τῆς σοφίας, θὰ
ἀναδειχθῇ ἄρχων λαῶν. Καὶ ὅποιος
προσέχει εἰς αὐτήν, θὰ κατοικῇ
εἰς τὴν οἰκίαν του ἀσφαλής.
|
15
Ὅποιος ὑπακούει εἰς τὰ παραγγέλματα
τῆς σοφίας, θὰ ἀξιωθῇ νὰ γίνῃ
Κριτὴς καὶ δικαστὴς ἐθνῶν, καὶ
αὐτός, ποὺ προσέχει εἰς αὐτὴν
καὶ παραμένει πλησίον της, θὰ κατοικῇ ἐν
τῇ σκηνῇ του ἀσφαλῶς καὶ χωρὶς
φόβον τινά. |
16
Ἐὰν ἐμπιστεύσῃ, κατακληρονομήσει
αὐτήν, καὶ ἐν κατασχέσει ἔσονται
αἱ γενεαὶ αὐτοῦ· |
16
Ἐὰν ἐμπιστευθῇ κανεὶς τὸν
ἑαυτόν του εἰς τὴν σοφίαν, θὰ
γίνῃ κληρονόμος καὶ κάτοχός
της καὶ οἱ ἀπόγονοί του θὰ
εἶναι μέτοχοι εἰς αὐτήν.
|
16
Αὐτὸς ποὺ θὰ ἐμπιστευθῇ
τὸν ἑαυτόν του εἰς αὐτήν, θὰ
κληρονομήσῃ ἐξ ὁλοκλήρου ταύτην, ἀλλὰ
καὶ οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ θὰ
εἶναι ἐν κατοχῇ ταύτης, κληρονομοῦντες
καὶ αὐτοὶ τὰ ἀγαθά της.
|
17
ὅτι διεστραμμένως πορεύεται μετ' αὐτοῦ
ἐν πρώτοις, φόβον δὲ καὶ δειλίαν
ἐπάξει ἐπ' αὐτὸν καὶ βασανίσει
αὐτὸν ἐν παιδείᾳ αὐτῆς,
ἕως οὗ ἐμπιστεύσῃ τῇ ψυχῇ
αὐτοῦ, καὶ πειράσῃ αὐτὸν
ἐν τοῖς δικαιώμασιν αὐτῆς.
|
17
Ἡ σοφία κατ' ἀρχάς βαδίζει μαζῆ
μὲ τὸν κάτοχον αὐτῆς διὰ
μέσου πολλῶν δυσκολιῶν καὶ δι' ὁδῶν
στενωπῶν. Θὰ τοῦ φέρῃ κάποιον
φοβον καὶ δειλίαν καὶ μὲ τὴν
διαπαιδαγώγησίν της θὰ τὸν ταλαιπωρῇ,
μέχρις ὅτου ἐμπνεύσῃ εἰς
τὴν ψυχήν του τὴν ἐμπιστοσύνην
της. Καὶ θὰ δοκιμάσῃ αὐτὸν
διὰ μέσου τῶν ἐντολῶν της.
|
17
Δὲν εἶναι δὲ εὔκολον νὰ ἐμπιστευθῇ
κάποιος τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν Σοφίαν.
Διότι κατ' ἀρχὰς βαδίζει μετὰ τοῦ
ἀκολουθοῦντος αὐτὴν ἀνωμάλως
καὶ σὰν εἰς δρόμον γεμᾶτον ἀπὸ
στροφάς· φόβον δὲ καὶ δειλίαν θὰ προκαλέσῃ
εἰς αὐτὸν καὶ διὰ τῆς
παιδαγωγίας της θὰ τὸν βασανίσῃ, ἕως
ὅτου ἐμπνεύσῃ ἐμπιστοσύνην εἰς
τὴν ψυχήν του καὶ δοκιμάσῃ αὐτὸν
διὰ τῶν ἐντολῶν της καὶ τῶν
ἀξιώσεών της, δείξῃ δὲ οὗτος
ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ὅτι θὰ
ὑπακούῃ πάντοτε εἰς αὐτήν.
|
18
Καὶ πάλιν ἐπανήξει κατ' εὐθεῖαν
πρὸς αὐτὸν καὶ εὐφρανεῖ
αὐτὸν καὶ ἀποκαλύψει αὐτῷ
τὰ κρυπτὰ αὐτῆς. |
18
Θὰ ἐπανέλθῃ ὅμως κατόπιν
πρὸς αὐτὸν κατ' εὐθεῖαν καὶ
χωρὶς περιστροφάς· θὰ τοῦ χαρίσῃ
εὐφροσύνην καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ
εἰς αὐτὸν τὰ μυστικά της.
|
18
Καὶ μετὰ τὴν παιδαγωγικὴν ταύτην δοκιμασίαν
πάλιν θὰ ἐπανέλθῃ κατ’ εὐθεῖαν
καὶ ἄνευ περιστροφῶν εἰς αὐτὸν
καὶ θὰ τὸν χαροποιήσῃ καὶ θὰ
τοῦ ἀποκαλύψῃ τὰ μυστικά της.
|
19
Ἐὰν ἀποπλανηθῇ, ἐγκαταλείψει
αὐτὸν καὶ παραδώσει αὐτὸν
εἰς χεῖρας πτώσεως αὐτοῦ.
|
19
Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνθρωπος τὴν
ἐγκαταλείψῃ καὶ ἐκουσίως
παραπλανηθῇ, αὐτὴ ἐπίσης θὰ
τὸν ἐγκαταλείψῃ καὶ θὰ
τὸν παραδώσῃ ἀβοήθητον εἰς
τὴν καταστροφήν. |
19
Ἐὰν ὅμως ἀποπλανηθῇ καὶ
δὲν ἀποδειχθῇ κατὰ τὴν δοκιμασίαν
ταύτην ἄξιος τῆς Σοφίας, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ
αὕτη καὶ θὰ τὸν παραδώσῃ εἰς
τὴν διάκρισιν τῆς πτώσεώς του.
|
20
Συντήρησον καιρὸν καὶ φύλαξαι ἀπὸ
πονηροῦ καὶ περὶ τῆς ψηχῆς σου
μὴ αἰσχυνθῇς· |
20
Νὰ προσέχῃς καὶ νὰ ἐκτιμᾷς
τὰς ἑκάστοτε περιστάσεις· φύλαξε
τὴν ψυχήν σου ἀπὸ τὸ πονηρὸν
καὶ εἰς ζητήματα, τὰ ὁποῖα
ἀφοροῦν τὴν πρόοδον καὶ σωτηρίαν
τῆς ψυχῆς σου, μὴ ἐντροπῇς κανένα.
|
20
Πρόσεχε τὰς ἑκάστοτε περιστάσεις καὶ εὐκαιρίας
καὶ προφυλάξῃς ἀπὸ τὸ κακὸν
καὶ πονηρόν. Καὶ μὴ ἐντραπῇς
προκειμένου περὶ τῆς ψυχῆς σου νὰ
πράττῃς τὸ πρέπον. |
21
ἔστι γὰρ αἰσχύνη ἐπάγουσα
ἁμαρτίαν, καὶ ἔστιν αἰσχύνη
δόξα καὶ χάρις.
|
21
Διότι ὑπάρχει ἐντροπή, ἡ
ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Ὑπάρχει δὲ καὶ ἐντροπή,
ἡ ὁποία εἶναι δόξα καὶ
χάρις. |
21
Σοῦ λέγω διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς
σου να ἀποβάλῃς τὴν ἐντροπήν, διότι
ὑπάρχει ἐντροπή, ποὺ φέρει ἁμαρτίαν,
καὶ ὑπάρχει ἐντροπή, ποὺ εἶναι
δόξα καὶ χάρις. |
22
Μὴ λάβῃς πρόσωπον κατὰ τῆς
ψυχῆς σου καὶ μὴ ἐντραπῇς εἰς
πτῶσίν σου. |
22
Μή, διὰ λόγους συστολῆς πρὸς
κάποιο πρόσωπον ξένον πρὸς τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτήσῃς
ἐναντίον τῆς ψυχῆς σου καὶ μὴ
λόγῳ τῆς κακῶς νοουμένης ἐντροπῆς
πρὸς ἄνθρωπον, πέσῃς εἰς κάποιο
παράπτωμα.
|
22
Μὴ ὑπολογίσῃς κανὲν πρόσωπον εἰς
βάρος τῆς ψυχῆς καὶ τῆς συνειδήσεώς
σου καὶ μὴ ἐντραπῇς κανένα, ὥστε
ἐξ ἐντροπῆς πρὸς αὐτὸν
νὰ παρασυρθῇς εἰς πτῶσιν καὶ
ἁμαρτίαν. |
23
Μὴ κωλύσῃς λόγον ἐν καιρῷ
σωτηρίας· |
23
Μή, διὰ λόγους πάλιν συστολῆς
κρατῇς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς
περίστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν
αὐτὸς λεγόμενος θὰ φέρῃ
σωτηρίαν, εἰς ὅσους τὸν ἀκούσουν.
|
23
Μὴ ἐμποδισθῇς ἕνεκα συστολῆς
νὰ εἴπῃς εἰς κάθε παρουσιαζομένην
κατάλληλον εὐκαιρίαν λόγον ὠφέλιμον καὶ
σωτηριώδη. |
24
ἐν γὰρ λόγῳ γνωσθήσεται σοφία
καὶ παιδεία ἐν ρήματι γλώσσης.
|
24
Διότι μὲ τὸν λόγον τὸν συνετὸν
γίνεται γνωστὴ ἡ σοφία. Καὶ
μὲ γλῶσσαν, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ
λόγους Θεοῦ, προσφέρεται ἡ μόρφωσις.
|
24
Μὴ σιωπᾷς τότε, διότι ἡ Σοφία καὶ
ὁ φωτισμὸς αὐτῆς καθίστανται γνωστὰ
διὰ τοῦ λόγου, καὶ ἡ παιδαγωγοῦσα
μόρφωσις δι’ ὅσων λέγει ἡ γλῶσσα μεταδίδεται.
|
25
Μὴ ἀντίλεγε τῇ ἀληθείᾳ
καὶ περὶ τῆς ἀπαιδευσίας
σου ἐντράπηθι
|
25
Μή, διὰ λόγους προσωπικῆς προκαταλήψεως
ἀντιλέγῃς πρὸς τὴν ἀλήθειαν·
διὰ τὴν ἄγνοιάν σου καὶ τὴν
ἔλλειψιν μορφώσεως πρέπει νὰ ἐντρέπεσαι.
|
25
Ποτὲ μὴ ἀντιλέγῃς εἰς τὴν
ἀλήθειαν, ἀλλὰ νὰ ἐντραπῇς
διὰ τὴν πλάνην, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
τὴν ἄγνοιαν καὶ ἀπαιδευσίαν σου.
|
26
μὴ αἰσχυνθῇς ὁμολογῆσαι ἐφ'
ἁμαρτίαις σου
καὶ μὴ
βιάζου ροῦν
ποταμοῦ. |
26
Μὴ ἐντραπῇς νὰ ὑμολογήσῃς
τὰ σφάλματά σου καὶ μὴ ἀντιτίθεσαι
εἰς τὴν φυσικὴν ροὴν τῶν πραγμάτων.
|
26
Μὴ ἐντραπῇς νὰ ὁμολογήσῃς
τὰς ἁμαρτίας σου καὶ μὴ ἐξαναγκάζῃς
νὰ στραφῇ εἰς τὰ ὀπίσω τὸ
ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ. Μὴ προσπαθῇς
δηλαδὴ ἐξ ἐντροπῆς νὰ δικαιολογῇς
τὰ ἐσφαλμένα καὶ νὰ ἐκβιάζῃς
τὸν φυσικὸν ροῦν τῶν συνεπειῶν
των, πολλαὶ τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὸν
νὰ προληφθοῦν, ἐὰν ὁμολογήσῃς
τὸ σφάλμα σου καὶ εὐθὺς ἐπιμεληθῇς
τὴν διόρθωσίν του. |
27
Καὶ μὴ ὑποστρώσῃς σεαυτὸν
ἀνθρώπῳ μωρῷ καὶ μὴ λάβῃς
πρόσωπον δυνάστου. |
27
Μή, διὰ λόγους ἐντροπῆς, ὑποταχθῇς
καὶ πέσῃς πρηνὴς εἰς ἄνθρωπον
ἄμυαλον καὶ ἀσεβῆ καὶ μὴ
ἐπηρεασθῇς ποτὲ ἀπὸ πρόσωπα,
ποὺ κατέχουν ἀξιώματα, ὥστε
νὰ παρεκκλίνῃς ἀπὸ τὴν
ἀλήθειαν.
|
27
Μὴ ὑποταχθῇς καὶ βάλῃς τὸν
ἑαυτόν σου στρῶμα ὑποκάτω ἀπὸ
μωρὸν καὶ ἀνόητον ἄνθρωπον, καὶ
μὴ ἐπηρεασθῇς ἀπὸ πρόσωπον ἰσχυροῦ
ἄρχοντος. |
28
Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ
τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ
Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ.
|
28
Μέχρι τῆς τελευταίας σου ἀναπνοῆς
νὰ ἀγωνίζεσαι διὰ τὴν ἀλήθειαν
καὶ ὁ Κύριος θὰ πολεμήσῃ
μετὰ σοῦ καὶ ὑπὲρ σοῦ.
|
28
Ἀγωνίσου διὰ τὴν ἀλήθειαν μέχρι θανάτου,
καὶ Κύριος ὁ Θεὸς θὰ πολεμήσῃ
μαζί σου. |
29
Μὴ γίνου ταχὺς ἐν γλώσσῃ
σου καὶ νωθρὸς καὶ παρειμένος ἐν
τοῖς ἔργοις σου. |
29
Μὴ γίνεσαι ταχὺς εἰς λόγους,
εἰς ὑποσχέσεις καὶ σχέδια ὡραῖα,
ἀμελὴς δὲ καὶ ἀργοκίνητος
εἰς ἔργα καλά.
|
29
Μὴ εἶσαι εἰς τὴν γλῶσσαν σου
ταχύς, αὐθάδης καὶ ἀλαζών, καὶ μὴ
γίνεσαι εἰς τὰ ἔργα σου ἀργοκίνητος
καὶ σὰν παράλυτος. |
30
Μὴ ἴσθι ὡς λέων ἐν τῷ
οἴκῳ σου καὶ φαντασιοκοπῶν ἐν
τοῖς οἰκέταις σου. |
30
Μὴ γίνεσαι σὰν ληοντάρι μέσα
εἰς τὸ σπίτι σου, φαντασιοκοπῶν καὶ
καυχώμενος ἀνάμεσα εἰς τοὺς
ὑπηρέτας σου.
|
30
Μὴ εἶσαι πιεστικὸς σὰν λεοντάρι μέσα
εἰς τὸ σπίτι σου, καταπτοῶν τὴν οἰκογένειάν
σου, καὶ παράλογος μεταξὺ τῶν ὑπηρετῶν
σου, ἀξίων ἀπὸ αὐτοὺς ὅ,τι
ἡ μεγαλομανία σου καὶ φαντασιοπληξία σου ἐμπνέει.
|
31
Μὴ ἔστω ἡ
χείρ σου ἐκτεταμένη εἰς τὸ
λαβεῖν καὶ ἐν τῷ ἀποδιδόναι
συνεσταλμένη. |
31
Ἄς μὴ εἶναι τὸ χέρι σου ἀπλωμένο,
διὰ νὰ λαμβάνῃ, σφικτὸ δὲ
καὶ ἀπρόθυμον εἰς τὸ νὰ
δίδῃ. |
31
Ἂς μὴ εἶναι τεντωμένο καὶ ἀπλωμένο
τὸ χέρι σου διὰ νὰ πάρῃς, καὶ
συμμαζευμένο καὶ σφιγκτὸ προκειμένου νὰ
δώσῃς. |