Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
διαμάχου μετὰ ἀνθρώπου δυνάστου,
μήποτε ἐμπέσῃς εἰς τὰς
χεῖρας αὐτοῦ. |
ὴ
φιλονεικῇς καὶ μὴ διαπληκτίζεσαι μὲ
ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει ἐξουσίαν,
μήπως τυχὸν καὶ πέσῃς εἰς
τὰ χέρια του.
|
ὴ
φιλονικῇς καὶ μὴ ἔρχεσαι εἰς
διάστασιν μὲ ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει κατὰ
κόσμον δύναμιν καὶ ἐπιρροήν, μήπως καμμιὰ
φορὰ πέσῃς στὰ χέρια του καὶ σὲ
ἐκδικηθῇ σκληρά. |
2
Μὴ ἔριζε μετὰ ἀνθρώπου πλουσίου,
μήποτε ἀντιστήσῃ σου τὴν ὁλκήν·
πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσε τὸ χρυσίον
καὶ καρδίας βασιλέων ἐξέκλινε.
|
2
Μὴ διαπληκτίζεσαι μὲ πλούσιον ἄνθρωπον,
μήπως αὐτὸς χρησιμοποιήσῃ τὸν
πλοῦτον του ἐναντίον σου. Διότι πολλοὺς
ἔχει καταστρέψει ὁ χρυσός· καὶ
καρδίας ἀκόμη βασιλέων ἔχει
παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν
ὁδόν. |
2
Μὴ διαπληκτίζεσαι καὶ μὴ μάχεσαι μὲ
ἄνθρωπον πλούσιον, μήπως σοῦ ἀντιτάξῃ
τὰ χρήματά του ὡς βάρος ἐπί του ζυγοῦ,
ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ κρίνεται καὶ
θὰ ζυγίζεται τὸ δίκαιόν σου. Θὰ ἀδικηθῇς
τότε. Διότι πολλοὺς κατέστρεψεν ὁ χρυσὸς
καὶ βασιλέων ἀκόμη τὰς καρδίας παρεξέκλινεν
ἀπὸ τὸ δίκαιον. |
3
Μὴ διαμάχου μετὰ ἀνθρώπου γλωσσώδους
καὶ μὴ ἐπιστοιβάσῃς ἐπὶ
τὸ πῦρ αὐτοῦ ξύλα. |
3
Μὴ μάχεσαι ἐναντίον ἀνθρώπου
ἀθυροστόμου καὶ αὐθάδους, καὶ
μὴ μὲ τὰ λόγια καὶ τὴν
συμπεριφοράν σου στοιβάζῃς ξύλα εἰς
τὴν φωτιὰν τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι
ἀναμμένη μέσα του.
|
3
Μὴ μάχεσαι μὲ ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει
αὐθάδη καὶ ἀσυγκράτητον γλῶσσαν,
καὶ μὴ συσσωρεύῃς ξύλα εἰς τὸ
πῦρ τῆς ἀσυγκρατήτου παραφορᾶς
του. |
4
Μὴ πρόσπαιζε ἀπαιδεύτῳ, ἵνα
μὴ ἀτιμάζωνται οἱ πρόγονοί
σου. |
4
Μὴ ἀστειολογῇς μὲ ἀγροῖκον
ἄνθρωπον, διὰ νὰ μὴ ἴδῃς
ὑβριζομένους τοὺς προγόνους σου.
|
4
Μὴ ἀστειεύεσαι μὲ ἀμόρφωτον
καὶ ἄξεστον ἄνθρωπον, διὰ νὰ
μὴ ἀτιμάζωνται καὶ ὑβρίζωνται
οἰ πρόγονοί σου ἀπὸ τὴν ἀσυγκράτητον
γλῶσσαν του. |
5
Μὴ ὀνείδιζε ἄνθρωπον ἀποστρέφοντα
ἀπὸ ἁμαρτίας· μνήσθητι
ὅτι πάντες ἐσμὲν ἐν ἐπιτιμίοις.
|
5
Μὴ ἐμπαίξῃς ποτὲ ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει ἐν
μετανοίᾳ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
Ἔχε δὲ πάντοτε ὑπ' ὄψιν σου,
ὅτι ὅλοι εἴμεθα ὑπόδικοι τιμωριῶν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
5
Μὴ κατακρίνῃς καὶ μὴ ἐκφρασθῇς
περιφρονητικῶς δι’ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
ἐπιστρέψει μετανοῶν ἀπὸ τῆς
ἁμαρτίας. Ἐνθυμήσου ὅτι ὅλοι
λόγῳ τῶν παραβάσεών μας εἴμεθα ἄξιοι
τιμωριῶν καὶ ἐπιτιμίων. |
6
Μὴ ἀτιμάσῃς ἄνθρωπον ἐν
γῆρᾳ αὐτοῦ, καὶ γὰρ ἐξ
ἡμῶν γηράσκουσι. |
6
Μὴ καταφρονήσῃς καὶ μὴ ἐξευτελίσῃς
ἄνθρωπον εἰς τὸ γῆρας αὐτοῦ,
διότι ἀπὸ ἡμᾶς, καθὼς
περνᾷ ὁ καιρός, προέρχονται οἱ
γέροντες. |
6
Μὴ καταφρονήσῃς ἄνθρωπον κατὰ τὰ
γηρατεῖα του, διότι ἀπὸ ἡμᾶς
τοὺς νεωτέρους γίνονται οἱ γέροντες.
|
7
Μὴ ἐπίχαιρε ἐπὶ νεκρῷ,
μνήσθητι ὅτι πάντες
τελευτῶμεν. |
7
Μὴ σὲ καταλάβῃ μοχθηρὰ χαρὰ
διὰ νεκρόν, ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως
ὑπῆρξεν ἐχθρός σου. Ἔχε δὲ
πάντοτε ὑπ' ὄψιν σου, ὅτι ὅλοι
βαδίζομεν πρὸς τὸν θάνατον.
|
7
Μὴ εὐχαριστῆσαι, ὅταν ἀποθάνῃ
κάποιος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἐχθρός
σου. Ἐνθυμήσου ὅτι ὅλοι ἀποθνήσκομεν.
|
8
Μὴ παρίδῃς διήγημα σοφῶν, καὶ
ἐν ταῖς παροιμίαις αὐτῶν ἀναστρέφου·
ὅτι παρ' αὐτῶν μαθήσῃ παιδείαν
καὶ λειτουργῆσαι μεγιστᾶσι. |
8
Μὴ ἀπροσεκτήσῃς εἰς διδασκαλίας
καὶ διηγήσεις σοφῶν, ἀλλὰ τὰ
σοφὰ γνωμικά των νὰ τὰ ἔχῃς
ὡς διαρκῇ ἀπασχόλησίν σου·
διότι ἀπὸ αὐτὰ θὰ διδαχθῇς
καὶ θὰ μορφωθῇς, ὥστε νὰ γίνῃς
ἱκανὸς νὰ ὑπηρετῇς ἄρχοντας.
|
8
Μὴ παρατρέξῃς χωρὶς ἐνδιαφέρον διηγήσεις
καὶ συζητήσεις συνετῶν καὶ σοφῶν ἀνθρώπων,
καὶ μὲ τὰ σοφὰ γνωμικά των ἂς
ἀπασχολῆται ἡ διάνοιά σου καὶ ἂς
περιστρέφεται εἰς αὐτὰ ἡ σκέψις σου·
διότι ἀπὸ αὐτὰ θὰ μορφωθῇς
καὶ θὰ διαπαιδαγωγηθῇς καὶ θὰ
μάθῃς νὰ ὑπουργῇς εἰς ἡγεμόνας
καὶ ἄρχοντας. |
9
Μὴ ἀστόχει διηγήματος γερόντων,
καὶ γὰρ αὐτοὶ ἔμαθον παρὰ
τῶν πατέρων αὐτῶν· ὅτι
παρ' αὐτῶν μαθήσει σύνεσιν καὶ
ἐν καιρῷ χρείας δοῦναι ἀπόκρισιν.
|
9
Μὴ ἀδιαφορῇς εἰς τὰ λόγια
τῶν γερόντων, διότι αὐτά, ποὺ
ἐκεῖνοι γνωρίζουν, τὰ ἔμαθαν
ἀπὸ τοὺς προγόνους των. Ἀπὸ
τοὺς γέροντας θὰ διδαχθῇς σύνεσιν
καὶ ἐν καιρῷ ἀνάγκης σου θὰ
γνωρίζῃς νὰ δίδῃς τὰς
καταλλήλους ἀπαντήσεις.
|
9
Μὴ ἀπροσεκτήσῃς καὶ μὴ ἀδιαφορήσῃς
εἰς ἀφηγήσεις καὶ λόγους γερόντων, διότι
καὶ αὐτοὶ ἔμαθαν αὐτά, ποὺ
λέγουν, ἀπὸ τοὺς πατέρας των πρέπει λοιπὸν
νὰ τοὺς προσέχῃς, διότι ἀπὸ
αὐτοὺς θὰ μάθῃς νὰ σκέπτεσαι
καὶ νὰ κρίνῃς συνετῶς καὶ ἐν
καιρῷ ἀνάγκης νὰ δίδῃς ἀπάντησιν
κατάλληλον καὶ ὀρθήν. |
10
Μὴ ἔκκαιε ἄνθρακας ἁμαρτωλοῦ,
μὴ ἐμπυρισθῇς ἐν πυρὶ φλογὸς
αὐτοῦ. |
10
Μὴ ἀνάπτῃς ἄνθρακας παθῶν
εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
μήπως καὶ σὺ καῇς ἀπὸ
τὴν φλόγα των. |
10
Μὴ συνδαυλίζῃς τὰ κάρβουνα τῶν ἐλαττωμάτων
καὶ παθῶν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, μήπως
καῇς εἰς τὴν φλόγα τῆς φωτιᾶς
του. |
11
Μὴ ἐξαναστῇς ἀπὸ προσώπου
ὑβριστοῦ, ἵνα μὴ ἐγκαθίσῃ
ὡς ἔνεδρον τῷ στόματί σου.
|
11
Μὴ ἐξαναστῇς καὶ μὴ ἀπαντήσῃς
ἐναντίον τοῦ ὑβριστοῦ, μήπως
καὶ σοῦ στήσῃ παγίδα εἰς
τὰ λόγια τοῦ στόματός σου.
|
11
Μὴ ἐξαναστῇς καὶ μὴ θυμώσῃς
ἐνώπιον αὐθάδους καὶ ὑβριστοῦ,
διὰ νὰ μὴ καθήσῃ οὗτος εἰς
τὸ στόμα σου σὰν ἐνέδρα καὶ σὲ
παγιδεύσῃ μὲ ὅσα εἰς τὴν παραφοράν
σου θὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸ στόμα σου.
|
12
Μὴ δανείσῃς ἀνθρώπῳ ἰσχυροτέρῳ
σου· καὶ ἐὰν δανείσῃς,
ὡς ἀπολωλεκὼς γίνου. |
12
Μὴ δώσῃς δάνειον εἰς τὸν
ἰσχυρότερόν σου. Ἐὰν δὲ
καὶ τοῦ δώσῃς, νὰ θεωρῇς
αὐτὸ ὡς χαμένον.
|
12
Μὴ δώσῃς δάνειον εἰς ἄνθρωπον ἰσχυρότερόν
σου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον, ἐὰν
τὸ κατακρατήσῃ, δὲν θὰ ἔχῃς
τὴν δύναμιν νὰ τὰ διεκδικήσῃς.
Καὶ ἐὰν τὸν δανείσῃς,
ἔσο σὰν νὰ ἔχῃς χάσει τὸ
δανεισθέν. |
13
Μὴ ἐγγυήσῃ ὑπέρ δύναμίν
σου· καὶ ἐὰν ἐγγυήσῃ,
ὡς ἀποτίσων φρόντιζε. |
13
Μὴ δίδῃς ἐγγύησιν μεγαλυτέραν
ἀπὸ τὰς δυνάμεις σου. Ἐὰν
ὅμως καὶ δώσης ἐγγύησιν, ἂς
ἐτοιμασθῇς ὡς ἐὰν πρόκειται
νὰ πληρώσῃς ὁ ἴδιος.
|
13
Μὴ ἐγγυηθῇς παραπάνω ἀπὸ τὴν
οἰκονομικὴν δύναμίν σου, καὶ ἐὰν
ἐγγυηθῇς, ἐτοιμάζου σὰν νὰ πρόκειται
νὰ πληρώσῃς ὁ ἴδιος.
|
14
Μὴ δικάζου μετὰ κριτοῦ, κατὰ
γὰρ τὴν δόξαν αὐτοῦ κρινοῦσιν
αὐτῷ. |
14
Μὴ ἔρχεσαι εἰς ἀντιδικίαν μὲ
δικαστήν, διότι οἱ δικασταί, ποὺ
θὰ δικάσουν τὴν διαφοράν σας, θὰ
κρίνουν σύμφωνα μὲ τὴν γνώμην
τοῦ συναδέλφου των. |
14
Μὴ ἔρχεσαι εἰς δίκην μὲ ἀντίδικον
δικαστήν, διότι σύμφωνα μὲ τὴν τιμὴν τοῦ
ἀξιώματός του θὰ τὸν κρίνουν χαριστικῶς.
|
15
Μετὰ τολμηροῦ μὴ πορεύου ἐν
ὁδῷ, ἵνα μὴ βαρύνηται κατὰ
σοῦ· αὐτὸς γὰρ κατὰ τὸ
θέλημα αὐτοῦ ποιήσει, καὶ τῇ
ἀφροσύνῃ αὐτοῦ συναπολῇ.
|
15
Μὲ θρασὺν καὶ ἀπερισκέπτως τολμηρὸν
μὴ βαδίζῃς εἰς τὸν ἴδιον
δρόμον, διὰ νὰ μὴ πέσῃ
ἐπάνω σου τὸ βάρος ἐκείνου.
Διότι αὐτὸς θὰ πράτῃ πάντοτε
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του, χωρὶς
νὰ ἀκούῃ κανένα. Ἔτσι
δέ μὲ τὴν ἀπερισκεψίαν ἐκείνου
θὰ καταστραφῇς καὶ σύ.
|
15
Μὲ ριψοκίνδυνον μὴ πηγαίνῃς συντροφιὰ
εἰς τὸν αὐτὸν δρόμον, διὰ νὰ
μὴ πέσῃ ἐπάνω σου τὸ βάρος τῆς
ἀλογίστου τόλμης του· διότι αὐτὸς θὰ
κάμῃ ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, καὶ θὰ
συναπολεσθῇς μὲ τὴν ἀφροσύνήνητου
καὶ τὴν κακοκεφαλιάν του.
|
16
Μετὰ θυμώδους μὴ ποίησῃς μάχην
καὶ μὴ διαπορεύου μετ' αὐτοῦ
τὴν ἔρημον· ὅτι ὡς οὐδὲν
ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ αἷμα,
καὶ ὅπου οὐκ ἔστι βοήθεια, καταβαλεῖ
σε. |
16
Μὲ θυμώδη ἄνθρωπον μὴ ἀνοίγῃς
φιλονεικίας καὶ μάχας καὶ μὴ
βαδίζῃς μαζῆ του εἰς ἐρημικὸν
δρόμον, διότι αὐτὸς δὲν δίδει
σημασίαν εἰς τὸ ἀνθρώπινον αἷμα·
καὶ δὲν θὰ διστάσῃ νὰ
σὲ φονεύσῃ ἐκεῖ, ὅπου
διὰ τὴν ἐρημίαν τοῦ τόπου
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σοῦ παρασχεθῇ
καμμία βοήθεια. |
16
Μὲ θυμώδη ἄνθρωπον μὴ ἔλθῃς
εἰς σύγκρουσιν καὶ φιλονικίαν καὶ μὴ
πηγαίνῃς μαζί του διὰ μέσου τῆς ἐρήμου,
διότι σὰν τὸ τίποτε εἶναι εἰς τὰ
μάτιά του τὸ χυνόμενον ἀνθρώπινον αἷμα·
εἰς δὲ τὸν ἔρημον τόπον, ὅπου
δὲν ὑπάρχει βοήθεια, ὑπάρχει πιθανότης
νὰ σὲ ρίψῃ κάτω καὶ νὰ σὲ
φονεύσῃ. |
17
Μετὰ μωροῦ μὴ συμβουλεύου, οὐ
γὰρ δυνήσεται λόγον στέξαι.
|
17
Μὴ ζητῇς συμβουλὰς ἀπὸ μωρὸν
ἄνθρωπον καὶ μὴ ἐμπιστεύεσαι
εἰς αὐτὸν τὸν ἑαυτόν σου,
διότι ἐκεῖνος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ κρατήσῃ μυστικὸν τὸν λόγον
σου. |
17
Μὴ λαμβάνῃς ὡς σύμβουλον ἀνόητον
καὶ μωρὸν ἄνθρωπον καὶ μὴ ἐμπιστεύεσαι
εἰς αὐτόν, διότι δὲν θὰ δυνηθῇ
νὰ κρατήσῃ μυστικὸν λόγον.
|
18
Ἐνώπιον ἀλλοτρίου μὴ ποιήσῃς
κρυπτόν, οὐ γὰρ γινώσκεις τί
τέξεται. |
18
Ἐνώπιον ἑνὸς ξένου καὶ
ἀγνώστου ἀνθρώπου μὴ κάμῃς
κάτι, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ
μείνῃ μυστικόν, διότι δὲν γνωρίζεις
τί θὰ ἐπακολουθήσῃ.
|
18
Ἐμπρὸς εἰς ξένον καὶ ἄγνωστον
μὴ κάμῃς τίποτε, ποὺ πρέπει νὰ μένῃ
κρυφόν, διότι δὲν ἠξεύρεις τί
θὰ ἐπακολουθήσῃ.
|
19
Παντὶ ἀνθρώπῳ μὴ ἔκφαινε
σὴν καρδίαν, καὶ μὴ ἀναφερέτω
σοι χάριν. |
19
Μὴ ἀνοίγῃς τὴν καρδίαν
σου εἰς οἰονδήποτε ἄνθρωπον καὶ
μὴ ζητήσῃς νὰ λάβῃς ἀπὸ
αὐτὸν καμμίαν ἐκδούλευσιν.
|
19
Μὴ ἀνοίγῃς τὴν καρδιά σου εἰς
κάθε ἄγνωστον ἄνθρωπον καὶ μὴ δέχεσαι
εὔνοιαν καὶ φιλίαν ἀπὸ αὐτόν.
|