Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
εὖ ποιῇς, γνῶθι τίνι ποιεῖς,
καὶ ἔσται χάρις τοῖς ἀγαθοῖς
σου. |
ὰν
κάμνῃς εὐεργεσίας, πρόσεχε εἰς
ποῖον τὰς κάμνεις, καὶ θὰ
εὕρῃς τότε εὐχαρίστησιν δι'
αὐτάς.
|
ὰν
εὐεργετῇς, γνωρίζε εἰς ποῖον κάμνεις
τὴν εὐεργεσίαν, ἐὰν δηλαδὴ οὗτος
εἶναι ἄξιος ταύτης καὶ ἐὰν θὰ
εὕρῃς εὐγνωμοσύνην διὰ τὰς εὐεργεσίας
σου. |
2
Εὖ ποίησον εὐσεβεῖ, καὶ εὑρήσεις
ἀντοπόδομα, καὶ εἰ μὴ παρ' αὐτοῦ,
ἀλλὰ παρὰ Ὑψίστου. |
2
Εὐεργέτησε τὸν εὐσεβῆ, ἄνθρωπον
δηλαδὴ ποὺ ἀξίζει νὰ εὐεργετηθῇ,
καὶ θὰ εὕρῃς ἀπὸ αὐτὸν
εὐγνώμονα ἀνταπόδοσιν. Ἀλλὰ
καὶ ἂν δὲν εὕρῃς ἀπὸ
ἐκεῖνον, θὰ εὕρῃς τὴν
ἀνταπόδοσιν τοῦ ἀγαθοῦ ἀπὸ
τὸν Θεόν.
|
2
Εὐεργέτησε τὸν εὐσεβῆ καὶ θὰ
εὕρῃς ἀνταπόδοσιν διὰ τὰς εὐεργεσίας
σου. Καὶ ἐὰν δὲν εὕρῃς
ἀπὸ αὐτόν, θὰ εὕρῃς ὅμως
ἀπὸ τὸν Ὕψιστον.
|
3
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὰ τῷ ἐνδελεχίζοντι
εἰς κακὰ καὶ τῷ ἐλεημοσύνην
μὴ χαριζομένῳ. |
3
Δὲν εἶναι ὀρθὸν καὶ δίκαιον
νὰ εὐεργετῆται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἰσχυρογνωμόνως ἐπιμένει εἰς
τὸ κακόν. Ὅπως ἐπίσης καὶ
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ
ἠμπορεῖ, δὲν κάμνει ποτὲ ἐλεημοσύνην.
|
3
Δὲν θὰ ἐκτιμηθοῦν τὰ ἀγαθὰ
καὶ αἱ εὐεργεσίαι σου ἀπὸ ἐκεῖνον
ποὺ ἐπὶ μένει καὶ συνεχίζει νὰ
πράττῃ τὰ κακὰ καὶ ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει
τὴν εὐεργεσίαν καὶ δὲν εὐγνωμονεῖ
διὰ τὴν ἐλεημοσύνην. |
4
Δὸς τῷ εὐσεβεῖ καὶ μὴ
ἀντιλάβῃ τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
|
4
Δῶσε τὴν ἐλεημοσύνην σου εἰς
τὸν εὐσεβῆ καὶ μὴ ἔρχεσαι
εἰς βοήθειαν τοῦ ἀμετανοήτου
ἁμαρτωλοῦ.
|
4
Δῶσε εἰς τὸν εὐσεβῆ καὶ
μὴ βοηθῇς τὸν ἁμαρτωλόν.
|
5
Εὖ ποίησον τῷ ταπεινῷ καὶ μὴ
δῷς ἀσεβεῖ· ἐμπόδισον τοὺς
ἄρτους αὐτοῦ καὶ μὴ δῷς
αὐτῷ, ἵνα μὴ ἐν αὐτοῖς
σὲ δυναστεύσῃ· διπλάσια γὰρ
κακὰ εὑρήσεις ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς,
οἷς ἂν ποιήσῃς αὐτῷ.
|
5
Εὐεργέτησε τὸν ταπεινὸν ἄνθρωπον
καὶ μὴ δώσης τὴν εὐεργεσίαν
σου εἰς τὸν πωρωμένον ἀσεβῆ.
Κράτησε τοὺς ἄρτους σου, μὴ τοὺς
δίδῃς εἰς τὸν ἀσεβῆ, διὰ
νὰ μὴ σὲ καταδυναστεύσῃ ἐκεῖνος
μὲ αὐτούς. Διότι θὰ εὕρῃς
ἀπὸ αὐτὸν ὄχι εὐγνωμοσύνην,
ἀλλὰ διπλάσια κακὰ ἀπὸ
τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα τοῦ
ἔκαμες.
|
5
Εὐεργέτησε τὸν ταπεινὸν ἄνθρωπον καὶ
μὴ δώσῃς εἰς τὸν ἀσεβῆ·
ἐμπόδισε τοὺς ἄρτους του ἀπὸ
τοῦ να ἔμβουν εἰς τὸ σπίτι σου καὶ
μὴ δώσῃς καὶ σὺ εἰς αὐτὸν
ἰδικούς σου ἄρτους, ἵνα μὴ μὲ
τὴν ἀνταλλαγὴν αὐτῶν τῶν
ἄρτων λάβῃ ἐξουσίαν ἐπὶ σοῦ·
διότι τότε θὰ εὕρῃς διπλάσια κακά, δι' ὅλα
τὰ καλὰ καὶ τὰς εὐεργεσίας,
τὰς ὁποίας τυχὸν θὰ τοῦ κάμῃς.
|
6
Ὅτι καὶ ὁ Ὕψιστος ἐμίσησεν
ἁμαρτωλοὺς καὶ τοῖς ἀσεβέσιν
ἀποδώσει ἐκδίκησιν. |
6
Διότι καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ
Ὕψιστος μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται
τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ θὰ ἀνταποδώσῃ
εἰς τοὺς ἀσεβεῖς τὴν δικαίαν
τιμωρίαν.
|
6
Σὲ προτρέπω δὲ νὰ μὴ βοηθήσῃς
τὸν ἀσεβῆ, διότι καὶ ὁ Ὕψιστος
ἐμίσησε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ
εἰς τοὺς ἀσεβεῖς θὰ ἀποδώσῃ
δικαίαν τιμωρίαν. |
7
Δὸς τῷ ἀγαθῷ καὶ μὴ ἀντιλάβου
τοῦ ἁμαρτωλοῦ. |
7
Πρόσφερε, λοιπόν, τὴν βοήθειαν καὶ
εὐεργεσίαν σου εἰς τὸν ἀγαθὸν
καὶ μὴ ἔρχεσαι εἰς βοήθειαν
τοῦ ἁμαρτωλοῦ. |
7
Δῶσε εἰς τὸν καλὸν καὶ ἐνάρετον
καὶ μὴ βοηθήσῃς τὸν ἁμαρτωλόν.
|
8
Οὐκ ἐκδικηθήσεται ἐν ἀγαθοῖς
ὁ φίλος καὶ οὐ κρυβήσεται ἐν
κακοῖς ὁ ἐχθρό |
8
Ὁ φίλος σου δὲν θὰ σὲ φθονήσῃ
οὔτε θὰ προσπαθήσῃ νὰ σὲ
βλάψῃ, ὅταν εὐτυχῇς· ὅπως
ἐπίσης καὶ ὁ ἐχθρός σου
δὲν θὰ κρύψῃ τὴν χαράν
του, ἐὰν περιπέσῃς εἰς δυστυχίαν.
|
8
Ὁ φίλος σου δὲν θὰ φανῇ ἀντίδικος
καὶ δὲν θὰ σὲ φθονήσῃ διὰ
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν εὐτυχίαν
ποὺ ἀπολαμβάνεις· ὁ ἐχθρὸς
σοῦ ὅμως δὲν θὰ κρυφθῇ εἰς
τὴν δυστυχίαν σου, ἀλλὰ θὰ ἐκδηλώσῃ
φανερὰ τὴν χαράν του δι’ αὐτήν.
|
9
Ἐν ἀγαθοῖς ἀνδρὸς οἱ ἐχθροὶ
αὐτοῦ ἐν λύπῃ, καὶ ἐν
τοῖς κακοῖς αὐτοῦ καὶ ὁ
φίλος διαχωρισθήσεται. |
9
Ὅταν ἔνας εὐτυχῇ καὶ ἀπολαμβάνῃ
τὰ ἀγαθά του, οἱ ἐχθροί
του στενοχωροῦνται. Ὅταν ὅμως περιπέσῃ
εἰς συμφορὰς καὶ στενοχωρίας, τότε
καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ φίλος
του εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ.
|
9
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι εὐτυχῇς
καὶ ἀπολαμβάνῃ ἀγαθά, οἱ ἐχθροί
του λυποῦνται ἐκ τοῦ φθόνου των· ὅταν
ὅμως δυστυχήσῃ, καὶ αὐτὸς ὁ
φίλος του εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθῇ
καὶ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ
αὐτόν. |
10
Μὴ πιστεύσῃς τῷ ἐχθρῷ
σου εἰς τὸν αἰῶνα· ὡς γὰρ
ὁ χαλκὸς ἰοῦται, οὕτως ἡ
πονηρία αὐτοῦ. |
10
Μὴ δίδῃς ποτὲ ἐμπιστοσύνην
εἰς τὸν ἐχθρόν σου, διότι, ὅπως
ὁ χαλκὸς ὀξειδώνεται καὶ δὲν
φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν του, ἔτσι
εἶναι καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἐχθροῦ.
|
10
Ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα μὴ
δώσῃς ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν ἐχθρόν
σου· διότι ὅπως ὁ χαλκὸς διαρκῶς
σκουριάζει, ἔτσι αὐξάνει πάντοτε καὶ
ἡ πονηρία τοῦ ἐχθροῦ σου.
|
11
Καὶ ἐὰν ταπεινωθῇ καὶ πορεύηται
συγκεκυφώς, ἐπίστησον τὴν ψυχή
σου καὶ φύλαξαι ἀπ' αὐτοῦ καὶ
ἔση αὐτῷ ὡς ἐκμεμαχὼς
ἔσοπτρον, καὶ γνώσῃ ὅτι οὐκ
εἰς τέλος κατίωσε. |
11
Ἐὰν αὐτὸς ταπεινωθῇ ἐνώπιόν
σου καὶ βαδίζῃ μὲ τὴν κεφαλὴν
πρὸς τὰ κάτω, πρόσεξε τὸν ἑαυτόν
σου καὶ φυλάξου ἀπὸ αὐτόν.
Νὰ φερθῇς καὶ νὰ πράξῃς
ἀπέναντι αὐτοῦ, ὅπως κάμνεις,
ὅταν ἔχῃς καθαρίσει ἕνα καθρέπτην.
Ἡ σκουριὰ χαὶ ἡ ὑποκρισία
τοῦ ἐχθροῦ σου δὲν θὰ μείνῃ
ἕως τέλος. Θὰ φανῇ αὐτὸς
ποὺ πραγματικὰ εἶναι.
|
11
Καὶ ἐὰν ἀκόμη ταπεινωθῇ
καὶ βαδίζῃ σκυμμένος πρὸς τὰ κάτω
μαζί σου, πρόσεξε εἰς τὸν ἑαυτόν
σου καὶ φυλάξου ἀπὸ αὐτὸν καὶ
ἔσο ἀπέναντί του ὅπως ἐκεῖνος
ποὺ ἔχει καθαρίσει χάλκινον καθρέπτην· θὰ
ἠξεύρῃς ὅμως ὅτι ἡ σκωρία
του δὲν ἔχει τελείως φύγει, ἀφοῦ γρήγορα
καὶ πάλιν θὰ ἀναφανῇ.
|
12
Μὴ στὴσῃς αὐτὸν παρὰ σεαυτῷ,
μὴ ἀνατρέψας σε στῇ ἐπὶ
τὸν τόπον σου· μὴ καθίσῃς
αὐτὸν ἐκ δεξιῶν σου, μήποτε
ζητήσῃ τὴν καθέδραν σου καὶ
ἐπ' ἐσχάτων ἐπιγνώσῃ τοὺς
λόγους μου καὶ ἐπὶ τῶν ρημάτων
μου κατανυγήσῃ. |
12
Μὴ τοποθετήσῃς τὸν ἐχθρόν
σου πλησίον σου, διὰ νὰ μὴ σὲ
ἀνατρέψῃ καὶ καθίσῃ ἐκεῖνος
εἰς τὴν θέσιν σου. Μὴ τὸν βάλῃς
νὰ καθίσῃ ἐκ δεξιῶν σου, διὰ
νὰ μὴ ἐπιζητήσῃ ἐκεῖνος
νὰ σὲ ἐκτοπίσῃ καὶ καθίσῃ
εἰς τὸ κάθισμά σου. Ἔτσι δὲ
πολὺ ἀργὰ θὰ κατανοήσῃς
τὴν ἀξίαν τῶν λόγων μου καὶ
θὰ λυπηθῇς, διότι δὲν ἤκουσες
τὰς σύμβουλάς μου.
|
12
Μὴ τὸν τοποθετήσῃς εἰς τὸ πλευράν
σου, μήπως, ἀφοῦ σὲ ἀνατρέψῃ,
καταλάβῃ αὐτὸς τὸν τόπον σου·
μὴ τὸν βάλῃς νὰ καθήσῃ εἰς
τὰ δεξιά σου, μήπως ἐπιδιώξῃ αὐτὸς
τὸ κάθισμά σου· καὶ εἰς τὸ τέλος,
ἀφοῦ σοῦ συμβοῦν αὐτά, θὰ
γνωρίσῃς καλὰ τοὺς λόγους μου, μανθάνων
ἐξ ὑστέρου πόσον ὀρθοὶ ἦσαν,
καὶ θὰ λυπηθῇς δι’ ὅσα σοῦ λέγω,
ἐπειδὴ δὲν ὑπήκουσες εἰς αὐτά.
|
13
Τίς ἐλεήσει ἐπαοιδὸν ὀφιόδηκτον
καὶ πάντας τοὺς προσάγοντας θηρίοις;
|
13
Ποιὸς θὰ λυπηθῇ καὶ θὰ δείξῃ
οἶκτον πρὸς τὸν μάγον, ποῦ γοητεύει
τὰ φίδια μὲ τὰ ᾄσματα του, ὅταν
τὸν δαγκώσῃ τὸ φίδι ἢ
πρὸς τοὺς θηριοδαμαστάς, οἱ ὁποῖοι
πλησιάζουν τὰ θηρία;
|
13
Ποῖος θὰ λυπηθῇ ἄνθρωπον, ποὺ
μὲ τὰς ἐπῳδὰς καὶ τὰ
σφυρίγματά του γοητεύει φίδια, ὅταν δαγκωθῇ ἀπὸ
αὐτά, καθὼς καὶ ὅλους αὐτοὺς
ποὺ πλησιάζουν θηρία, ἐὰν ἀντὶ
νὰ τὰ δαμάσουν καταπληγωθοῦν ὑπὸ
τούτων; |
14
Οὕτως τὸν προσπορευόμενον ἀνδρὶ
ἁμαρτωλῷ καὶ συμφυρόμενον ἐν
ταῖς ἀμαρτίαις αὐτοῦ.
|
14
Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ ἐκεῖνον,
ποὺ ἀναστρέφεται καὶ πορεύεται
μαζῆ μὲ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον καὶ
συμφύρεται μὲ τὰς ἁμαρτίας ἐκείνου.
|
14
Ἔτσι δὲν θὰ λυπηθῇ κανεὶς καὶ
ἐκεῖνον, ποὺ πηγαίνει πλησίον καὶ
συναναστρέφεται μὲ ἄνθρωπον ἁμαρτωλὸν
καὶ ἀνακατεύεται μὲ τὰς παρανομίας
του. |
15
Ὥραν μετὰ σοῦ διαμενεῖ, καὶ
ἐὰν ἐκκλίνῃς, οὐ μὴ
καρτερήσῃ. |
15
Προσωρινῶς μένει μαζῆ σου, ὅταν σὲ
βλέπῃ νὰ ἵστασαι καὶ ἔχῃ
συμφέρον ἀπὸ σέ. Ἐὰν ὅμως
κλονισθῇς, δὲν θὰ σὲ στηρίξῃ
οὔτε θὰ παραμείνῃ κοντά σου.
|
15
Πολὺ γρήγορα θὰ ἐγκαταλειφθῇς ὑπ’
αὐτοῦ. Μίαν ὥραν μόνον θὰ μείνῃ
μαζί σου, καὶ ἂν ἐξ ἀνάγκης παραμερίσῃς
καὶ καθυστερήσῃς κάπου, δὲν θὰ
σὲ περιμένῃ. |
16
Καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ
γλυκανεῖ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐν
τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ βουλεύσεται
ἀνατρέψαι σε εἰς βόθρον· ἐν
ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ δακρύσει ὁ
ἐχθρός, καὶ ἐὰν εὕρῃ
καιρόν, οὐκ ἐμπλησθήσεται ἀφ'
αἵματος. |
16
Ὁ ἐχθρός σου θὰ ἔχῃ πάντοτε
γλυκὰ λόγια εἰς τὰ χείλη του·
εἰς τὴν καρδίαν του ὅμως θὰ
σκέπτεται, νὰ σὲ ἀνατρέψῃ
καὶ νὰ σὲ ρίψῃ εἰς βόθρον.
Ὁ ἐχθρός σου θὰ ἔχῃ ὑποκριτικὰ
δάκρυα συμπαθείας εἰς τὰ μάτια
του διὰ σέ. Ἐὰν ὅμως εὔρῃ
εὐκαιρίαν, δὲν θὰ χορταίνῃ
ἀπὸ τὸ αἷμα σου.
|
16
Καὶ μὲ τὰ χείλη του μὲν θὰ σοῦ
γλυκομιλῇ ὁ ἐχθρός σου, μέσα εἰς
τὴν καρδίαν του ὅμως θὰ σκέπτεται καὶ
θὰ σχεδιάζῃ νὰ σὲ ἀνατρέψῃ
καὶ νὰ σὲ ρίψῃ εἰς βόθρον. Μὲ
τὰ μάτια του θὰ δακρύσῃ ἴσως ὁ
ἐχθρός σου, ἐὰν ὅμως εὕρῃ
εὐκαιρίαν, δὲν θὰ χορτάσῃ ἀπὸ
δολοφονικὰ αἵματα. |
17
Κακὰ ἂν ὑπαντήσῃ σοι, εὑρήσεις
αὐτὸν ἐκεῖ πρότερόν σου,
καὶ ὡς βοηθῶν ὑποσχάσει πτέρναν
σου· |
17
Ἐὰν σοῦ συμβῇ κάτι κακόν,
θὰ εὕρῃς αὐτὸν ἐκεῖ
ἔμπροσθέν σου· καὶ προσποιούμενος
ὅτι σὲ βοηθεῖ, θὰ σὲ ἁρπάσῃ
ἀπὸ τὴν πτέρναν, διὰ νὰ
σὲ ρίψῃ κάτω.
|
17
Ἐὰν σὲ συναντήσουν ἀτυχήματα, θὰ
τὸν εὕρῃς ἐκεῖ προτήτερα ἀπὸ
σέ, καὶ ἐνῷ παρουσιάζεται σὰν νὰ
σὲ βοηθῇ, θὰ σοῦ βάλῃ τρικλοποδιά.
|
18
κινήσει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ
ἐπικροτήσει ταῖς χερσὶν αὐτοῦ
καὶ πολλὰ διαψιθυρίσει καὶ ἀλλοιώσει
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. |
18
Ἔπειτα θὰ κινῇ ἐμπαικτικῶς τὴν
κεφαλήν του, θὰ κτυπᾷ μὲ χαιρεκακίαν
τὰς παλάμας του, θὰ ψιθυρίζῃ
πολλὰ εἰς βάρος σου καὶ θὰ μεταβάλῃ
τὸ πρόσωπόν του, ὥστε νὰ φανῇ
μοχθηρόν, ὅπως εἰς τὴν πραγματικότητα
εἶναι. |
18
Θὰ κινήσῃ τὴν κεφαλήν του χλευαστικῶς
καὶ θὰ χειροκροτήσῃ μὲ χαιρεκακίαν
θὰ ψιθυρίσῃ ἐπίσης πολλὰ εἰς
βάρος σου καὶ θὰ ἀλλάξῃ τὴν
ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του πρὸς σέ.
|