Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἁπτόμενος
πίσσης μολυνθήσεται, καὶ ὁ κοινωνῶν
ὑπερηφάνῳ ὁμοιωθήσεται αὐτῷ.
|
κεῖνος
ποὺ ἐγγίζει τὴν πίσσαν, θὰ
πασαλειφθῇ μὲ τὴν ἀκαθαρσίαν
της, καὶ ἐκεῖνος ποὺ συναναστρέφεται
μὲ ἄνθρωπον ὑπερήφανον, θὰ γίνῃ
ὅμοιος μὲ αὐτό |
ποιος
ἐγγίσῃ μὲ τὰ δάκτυλά του πίσσαν,
θὰ λερωθῇ, καὶ αὐτὸς ποὺ
ἔρχεται εἰς στενὴν ἐπικοινωνίαν μὲ
ὑπερήφανον, θὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ
αὐτόν. |
2
Βάρος ὑπὲρ σὲ μὴ ἄρῃς,
καὶ ἰσχηροτέρῳ, σου καὶ πλοσισιωτέρῳ
μὴ κοινώνει. Τί κοινωνήσει χύτρα
πρὸς λέβητα; Αὕτη προσκρούσει, καὶ
αὐτῷ θὰ συντριβήσεται. |
2
Μὴ σηκώνῃς εἰς τοὺς ὤμους
σου βάρος ἀνώτερον ἀπὸ τὰς
δυνάμεις σου. Μὲ ἄνθρωπον, ποὺ εἶναι
ἰσχυρότερος καὶ πλουσιώτερος ἀπὸ
σέ, μὴ ἔχῃς πολλὴν ἐπικοινωνίαν.
Ποίαν σχέσιν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ
μία πηλίνη χύτρα μὲ τὸν χάλκινον
λέβητα; Ἐὰν προσκρούσῃ εἰς
ἐκεῖνον, αὐτὴ θὰ συντριβῇ.
|
2
Μὴ σηκώσῃς βάρος ἀνώτερον ἀπὸ
τὰς δυνάμεις σου, καὶ μὴ ἔρχεσαι εἰς
στενὴν ἐπικοινωνίαν καὶ σχέσιν μὲ
δυνατώτερον ἀπὸ σὲ καὶ πλουσιώτερον.
Ποία σχέσις ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ
μεταξὺ χωματένιας χύτρας καὶ καζανιοῦ χαλκωματένιου:
Αὐτὴ θὰ προσκρούει πρὸς αὐτὸ
καὶ θὰ συντριβῇ. |
3
Πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς
προσενεβριμήσατο· πτωχὸς ἠδίκηται,
καὶ αὐτὸς προσδεηθήσεται.
|
3
Ὁ πλούσιος ἀδικεῖ καὶ ἔχει
τὸ θράσος νὰ μεγαλαυχῇ καὶ νὰ
ἐπιπλήττῃ. Ὁ πτωχὸς ἀδικεῖται
καὶ ὅμως ἱκετεύει καὶ παρακαλεῖ,
ὡς ἐὰν εἶναι ἔνοχος.
|
3
Ὁ πλούσιος διέπραξε τὴν ἀδικίαν καὶ
αὐτὸς ἤρχισε τὰς κραυγὰς καὶ
ἀπειλάς, σὰν νὰ ἦτο ὁ ἀδικηθείς·
ὁ πτωχὸς εἶναι ὁ ἀδικημένος
καὶ αὐτὸς θὰ παρακαλῇ, σὰν
νὰ ἠδίκησεν αὐτός. |
4
Ἐὰν χρησιμεύσῃς, ἐργᾶται
ἐν σοί· καὶ ἐὰν ὑστερήσῃς,
καταλείψει σε· |
4
Ἐὰν σὺ ὁ πτωχὸς εἶσαι
εἰς κάτι χρήσιμος πρὸς τὸν πλούσιον,
θὰ σὲ ἐκμεταλλευθῇ. Ἐὰν
ὅμως εὑρεθῇς εἰς ἀνάγκην
καὶ στέρησιν, αὐτὸς θὰ σὲ
ἐγκαταλείψῃ.
|
4
Ἐὰν εἶσαι χρήσιμος εἰς τὸν πλούσιον,
θὰ σὲ ἐκμεταλλευθῇ μὲ τὸ
ἀποδοτικὸν καὶ βαρὺ ἔργον σου·
ἐὰν ὅμως θὰ καθυστερῇς καὶ
θὰ παύσῃς νὰ τοῦ εἶσαι προσοδοφόρος,
θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ.
|
5
ἐὰν ἔχει συμβιώσεταί σοι καὶ
ἀποκενώσει σε, καὶ αὐτὸς οὐ
πονέσει. |
5
Ἐὰν ἔχῃς ἀγαθά, αὐτὸς
ὑποκριτικώτατα θὰ σὲ συναναστρέφεται
καὶ θὰ ζῇ μαζῆ σου, μέχρις ὅτου
σοῦ ἁρπάσῃ τὰ ἀγαθὰ
καὶ σὲ ἀδειάσῃ ἐντελῶς
ἀπὸ αὐτά. Δὲν θὰ αἰσθανθῇ
δὲ καμμίαν λύπην καὶ στενοχωρίαν
διὰ τὸ κακόν, ποὺ σοῦ ἔκαμε.
|
5
Ἐὰν ἔχῃς ἀγαθά, θὰ ζήσῃ
μαζί σου καὶ θά σὲ ἀποστραγγίσῃ, καὶ
ἂν θὰ καταντήσῃς εἰς πλήρη στέρησιν,
αὐτὸς δὲν θὰ σὲ λυπηθῇ.
|
6
Χρείαν ἔσχηκέ σου, καὶ ἀποπλανήσει
σε καὶ προσγελάσεταί σοι καὶ δώσει
σοι ἐλπίδα· λαλήσει σοι καλὰ
καὶ ἐρεῖ· τίς ἡ χρεία
σου; |
6
Ὅταν
ἔχῃ τὴν ἀνάγκην σου, θὰ
προσπαθήσῃ νὰ σὲ παραπλανήσῃ.
Θὰ φανῇ φιλομειδὴς καὶ γελαστὸς
ἀπέναντί σου καὶ θὰ σοῦ
δώσῃ ἐλπίδα. Θὰ ὁμιλήσῃ
πρὸς σὲ μὲ καλὰ λόγια καὶ
θὰ σοῦ πῇ, <τί ἀνάγκην
ἔχεις;>
|
6
Ἔχει τὴν ἀνάγκην σου; Θὰ σὲ
παραπλανήσῃ· ἐπὶ πλέον δὲ θὰ
σοῦ μειδιάσῃ καὶ γελαστὸς θὰ
σοῦ ἐπιδείξῃ πολλὴν οἰκειότητα
καὶ θὰ σοῦ δώσῃ μὲ ὑποσχέσεις
πολλὰς ἐλπίδας· θὰ σοῦ ὁμιλήσῃ
δὲ μὲ λόγια καλὰ καὶ φιλικὰ
καὶ θὰ σοῦ εἴπῃ: Ἀπὸ
τί ἔχεις ἀνάγκην; |
7
Καὶ αἰσχυνεῖ σε ἐν τοῖς βρώμασιν
αὐτοῦ, ἕως οὗ ἀποκενώσῃ
σε δὶς ἢ τρίς, καὶ ἐπ' ἐσχάτων
καταμωκήσεταί σου· μετὰ ταῦτα
ὄψεταί σε καὶ καταλείψει σε καὶ
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κινήσει ἐπὶ
σοί. |
7
Θὰ σὲ κάμῃ νὰ αἰσθανθῇς
συστολὴν ἀπέναντί του μὲ τὰ
συμπόσιά του, μέχρις ὅτου σὲ
ἀπογυμνώσῃ ἀπὸ τὰ ἀγαθά
σου δύο καὶ τρεῖς φορὲς καὶ
τελευταία θὰ σὲ εἰρωνεύεται
καὶ θὰ σὲ περιγελᾷ. Ἔπειτα θὰ
ἵδῃ τὴν πτωχείαν, εἰς τὴν
ὁποίαν σὲ κατήντησε, θὰ σὲ
ἐγκαταλείψῃ καὶ θὰ κινῇ
ἐμπαικτικῶς τὴν κεφαλήν του εἰς
βάρος σου. |
7
Καὶ θὰ σὲ φέρῃ εἰς δύσκολον
θέσιν, ὥστε νὰ τὸν ἐντραπῇς
μὲ τὰ πολλὰ καὶ πλούσια φαγητά, ποὺ
θὰ σοῦ παραθέτῃ, ἕως ὅτου
διὰ τῶν πρὸς αὐτὸν διπλῶν
καὶ τριπλῶν ἀνταποδόσεων, εἰς τὰς
ὁποίας θὰ φιλοτιμῆσαι καὶ σύ, σὲ
ξετινάξῃ καὶ ἀδειάσῃ τελείως
τὸ βαλάντιόν σου· καὶ εἰς τὸ
τέλος θὰ σὲ περιγελάσῃ. Καὶ ὕστερα
ἀπὸ ὅλα αὐτὰ θὰ σὲ
κυττάξῃ μὲ περιφρόνησιν καὶ εἰρωνείαν,
θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ δὲ καὶ
θὰ κινήσῃ εἰς βάρος σου τὴν κεφαλήν
τοῦ χλευαστικῶς. |
8
Πρόσεχε μὴ ἀποπλανηθῇς καὶ μὴ
ταπεινωθῇς ἐν ἀφροσύνῃ σου.
|
8
Πρόσεχε, μὴ παραπλανηθῇς ἀπὸ
αὐτόν, διὰ νὰ μὴ ἐξευτελισθῇς
μὲ αὐτήν σου τὴν ἀπερισκεψίαν.
|
8
Πρόσεχε νὰ μὴ ἐξαπατηθῇς καὶ
νὰ μὴ ἐξευτελισθῇς ἐξ αἰτίας
τῆς ἀνοησίας καὶ ἀφροσύνης σου.
|
9
Προσκαλεσαμένου σε δυνάστου, ὑποχωρῶν
γίνου, καὶ τόσῳ μᾶλλον προσκαλέσεταί
σε. |
9
Ὅταν ἕνας ἄρχων σὲ προσκαλῇ,
διὰ νὰ σὲ τιμήσῃ, σὺ προσπάθησε
νὰ ἀποφύγῃς τὴν πρόσκλησιν
καὶ αὐτὸς τόσον περισσότερον
θὰ σὲ προσκαλῇ.
|
9
Ὅταν σὲ προσκαλῇ κάποιος ἄρχων εἰς
δεῖπνον, νὰ δυσκολεύεσαι νὰ δεχθῇς
τὴν πρόσκλησιν, καὶ τότε τόσον περισσότερον θὰ
σὲ προσκαλῇ οὗτος. |
10
Μὴ ἔμπιπτε, ἵνα μὴ ἀπωσθῇς,
καὶ μὴ μακρὰν ἀφίστω, ἵνα
μὴ ἐπιλησθῇς. |
10
Πάντως μὴ σπεύδῃς πρὸς αὐτόν,
διὰ νὰ μὴ σὲ ἀπωθήσῃ
κατόπιν, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ
στέκεσαι πολὺ μακράν, διὰ νὰ
μὴ σὲ λησμονήσῃ.
|
10
Μὴ σπεύδῃς εἰς τὰς προσκλήσεις αὐτάς,
σὰν νὰ πέφτῃς εἰς αὐτὰς
ἀπρόσκλητος, διὰ νὰ μὴ ἀποδιωχθῇς
καὶ σπρωχθῇς ἔξω ἀπὸ αὐτὰς
περιφρονητικῶν ἀλλὰ καὶ μὴ ἀπομακρύνεσαι
τελείως, διὰ νὰ μὴ λησμονηθῇς καὶ
παύσουν νὰ σὲ προσκαλοῦν.
|
11
Μὴ ἔπεχε ἰσηγορεῖσθαι μετ' αὐτοῦ
καὶ μὴ πίστευε τοῖς πλείοσι
λόγοις αὐτοῦ· ἐκ πολλῆς
γὰρ λαλιᾶς πειράσει σε καὶ ὡς
προσγελῶν ἐξετάσει σε. |
11
Πρόσεχε, μὴ ὁμιλήσῃς μαζῆ
του ὡς ἴσος πρὸς ἴσον, καὶ μὴ
δίδῃς ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ
πολλὰ λόγια του. Διότι αὐτὸς
μὲ τὰ πολλὰ λόγια του θὰ θελήσῃ
νὰ σὲ δοκιμάσῃ, καὶ καθ' ὃν
χρόνον γελαστὸς θὰ σοῦ ὁμιλῇ
θὰ βυθομετρῇ τὰ βάθη τῆς καρδίας
σου. |
11
Μὴ εἶσαι ἀσυγκράτητος καὶ χωρὶς
ἐπιφύλαξιν, ὥστε νὰ ὁμιλῇς ὡς
ἴσος πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ
λέγῃς ὅσα καὶ αὐτός· καὶ
μὴ δίδῃς ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ
πολλὰ λόγια του, διότι μὲ τὴν πολυλογίαν
του ζητεῖ νὰ σὲ δοκιμάσῃ καὶ
μὲ τὰ περιποιητικὰ χαμόγελά του θὰ
ἐξετάσῃ τί κρύπτεις μέσα σου.
|
12
Ἀνελεήμων ὁ μὴ συντηρῶν λόγους
καὶ οὐ μὴ φείσηται περὶ κακώσεως
καὶ δεσμῶν. |
12
Σκληρὸς θὰ φανῇ πρὸς σὲ αὐτὸς,
ποὺ ἐδείχθη πλούσιος εἰς λόγια
καὶ ὑποσχέσεις. Καὶ δὲν θὰ
λυπηθῇ οὔτε θὰ διστάσῃ, νὰ
χρησιμοποιήσῃ ἐναντίον σου βασανιστήρια
καὶ δεσμὰ φυλακῆς.
|
12
Ἄσπλαγχνος εἰς τὸν ἑαυτόν του
καθίσταται ἐκεῖνος, ποὺ δὲν προσέχει
εἰς τὰ λόγια του, καὶ δὲν θὰ
τὸν λυπηθῇ κανείς, ὅταν κινδυνεύῃ
νὰ κακοποιηθῇ δι’ αὐτὰ καὶ νὰ
ριφθῇ εἰς δεσμὰ καὶ φυλακήν.
|
13
Συντήρησον καὶ πρόσεχε σφοδρῶς, ὅτι
μετὰ τῆς πτώσεώς σου παριπατεῖς.
|
13
Λάβε τὰ μέτρα σου, πρόσεχε πάρα
πολύ. Διότι συναναστρεφόμενος ἐκεῖνον
συμπορεύεσαι μὲ βεβαίαν τὴν πτῶσιν
σου. |
13
Φυλάξου καὶ πρόσεχε πάρα πολύ, διότι βαδίζεις μετὰ
τῆς πτώσεώς σου καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ
σου, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπέλθουν εἰς
σὲ ἀπὸ τὰ ἀπρόσεκτα λόγια σου.
|
14
Ἀκούων αὐτὰ ἐν ὕπνῳ
σου γρηγόρησον· πάσῃ ζωῇ σου
ἀγάπα τὸν Κύριον, καὶ ἐπικαλοῦ
αὐτὸν εἰς σωτηρίαν σου. |
14
Ἀκούων αὐτὰ πρόσεχε καὶ
εἰς αὐτὸν ἀκόμη τὸν ὕπνον
σου. Εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν τὸν
Κύριον μόνον νὰ ἀγαπᾷς καὶ
αὐτὸν νὰ ἐπικαλῆσαι διὰ
τὴν σωτηρίαν σου.
|
14
Καὶ ὅταν μόνος σὺ πρόκειται ν’ ἀκούσῃς
αὐτὰ εἰς τὸν ὕπνον σου, ἀκόμη
καὶ τότε πρόσεχε καὶ γίνου ἄγρυπνος. Εἰς
ὅλην σου τὴν ζωὴν ἀγάπα τὸν
Κύριον καὶ παρακάλει Αὐτὸν θερμῶς
νὰ σὲ σώσῃ. |
15
Πᾶν ζῷον ἀγαπᾷ τὸ ὅμοιον
αὐτῷ καὶ πᾶς ἄνθρωπος τὸν
πλησίον αὐτοῦ· |
15
Κάθε ζῶον ἀγαπᾷ τὸ ὅμοιον
πρὸς αὐτό. ῎Ετσι καὶ κάθε
ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν ἀπὸ
κοινωνικῆς θέσεως καὶ μορφώσεως ὅμοιόν
του. |
15
Κάθε ζῶον ἀγαπᾷ τὸ ὅμοιόν του
καὶ κάθε ἄνθρωπος τὸν ὅμοιόν του ἀγαπᾷ.
|
16
Πᾶσα σὰρξ κατὰ γένος συνάγεται,
καὶ τῷ ὁμοίῳ
αὐτοῦ προσκολληθήσεται
ἀνήρ. |
16
Κάθε ζῶον ἐντάσσεται καὶ ἀποτελεῖ
ὁμάδα μὲ ἀλλὰ ζῶα τοῦ
εἴδους του.
Ἔτσι
καὶ κάθε ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ
καὶ προσκολλᾶται εἰς ἄλλους ὁμοίους
του. |
16
Κάθε πλάσμα, ποὺ ἔχει ζωντανὴν σάρκα, συναντᾶται
καὶ συζῇ με τὰ ζῶα, ποὺ ἀνήκουν
εἰς τὸ αὐτὸ εἶδος καὶ
γένος, καὶ κάθε ἄνθρωπος θὰ προσκολληθῇ
πρὸς τὸν ὅμοιόν του. |
17
Τί κοινωνήσει λύκος ἀμνῷ; Οὕτω
ἀμαρτωλὸς πρὸς εὐσεβῆ.
|
17
Ποία σχέσις καὶ ἐπικοινωνία
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ
μεταξὺ λύκου καὶ ἀρνίου; Ἔτσι
μεταξὺ ἁμαρτωλοῦ καὶ εὐσεβοῦς
ἀνθρώπου. |
17
Ποίαν ἐπικοινωνίαν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ
ὁ λύκος μὲ τὸ ἀρνίον; Ἔτσι καὶ
ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ συνάψῃ στενὴν φιλίαν μὲ τὸν
εὐσεβῆ. |
18
Τίς εἰρήνη ὑαίνῃ πρὸς
κύνα; Καὶ τίς εἰρήνη πλουσίῳ
πρὸς πένητα; |
18
Ποία εἰρηνικὴ σχέσις καὶ ἐπικοινωνία
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ
ἀνάμεσα εἰς τὴν ὕαιναν καὶ
τὸ σκυλί; Καμμία. Ποία κατ' ἀναλογίαν
εἰρηνικὴ ἐπικοινωνία καὶ ἀναστροφὴ
ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ μεταξὺ
ἑνὸς πλουσίου καὶ ἑνὸς
πτωχοῦ;
|
18
Ποία εἰρηνικὴ σχέσις δύναται νὰ ὑπάρξῃ
μεταξὺ τῆς ὑαίνης καὶ τοῦ
σκύλου; Καὶ ποία εἰρήνη μεταξὺ πλουσίου
καὶ πτωχοῦ; |
19
Κυνήγια λεόντων ὄναγροι ἐν ἐρήμῳ,
οὕτως νομαὶ πλουσίων πτωχοί.
|
19
Οἱ λέοντες κυνηγοῦν ἀγρίους
ὄνους εἰς ἐρήμους περιοχάς.
Ἔτσι θήραμα καὶ βοσκὴ τῶν πλουσίων
εἶναι οἱ πτωχοί. |
19
Οἱ ἄγριοι ὄνοι εἶναι κυνήγια
τῶν λεόντων εἰς τὴν ἔρημον ἔτσι
λεία καὶ βοσκὴ τῶν ἀσυνειδήτων πλουσίων
γίνονται οἱ ἔρημοι προστασίας πτωχοί.
|
20
Βδέλυγμα ὑπερηφάνῳ ταπεινότης,
οὕτως βδέλυγμα πλουσίῳ πτωχός.
|
20
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μισητὴ καὶ
ἀποκρουστικὴ εἰς τὸν ὑπερήφανον.
Ἔτσι ἀποκρουστικὸς εἶναι καὶ
ὁ πτωχὸς εἰς τὸν πλούσιον.
|
20
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μυσαρὰ καὶ
σιχαμένη εἰς τὸν ὑπερήφανον ἔτσι καὶ
ὁ ἀδύνατος καὶ ἄσημος πτωχὸς
εἶναι ἀπεχθὴς καὶ σιχαμένος εἰς
τὸν πλούσιον. |
21
Πλούσιος σαλευόμενος στηρίζεται ὑπὸ
φίλων, ταπεινὸς δὲ πεσὼν προσαπωθεῖται
ὑπὸ φίλων. |
21
Ὅταν κάποιος πλούσιος κλονισθῇ, στηρίζεται
ἀπὸ τοὺς φίλους του. Ὅταν ὅμως
ὁ πτωχὸς περιπέσῃ εἰς δυστυχίαν,
σπρώχνεται καὶ ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς φίλους του. |
21
Ὅταν κάποιος πλούσιος κλονίζεται οἰκονομικῶς
καὶ πρόκειται νὰ πέσῃ, ὑποστηρίζεται
ἀπὸ τοὺς φίλους του· ἐὰν
πέσὴ ὅμως ὁ ἄσημος πτωχός, σπρώχνεται
καὶ ἀπὸ τοὺς φίλους του.
|
22
Πλουσίου σφαλέντος πολλοὶ ἀντιλήπτορες,
ἐλάλησεν ἀπόρρητα καὶ ἐδικαίωσαν
αὐτόν. Ταπεινὸς ἔσφαλε καὶ προσεπετίμησαν
αὐτῷ, ἐφβέγξατο σύνεσιν καὶ
οὐκ ἐδόθη αὐτῷ τόπος.
|
22
Ὅταν ἔνας πλούσιος περιπέσῃ
εἰς ἀποτυχίας, πολλοὶ θὰ τρέξουν
νὰ τὸν βοηθήσουν. Λέγει ἀνοησίες
καὶ λόγια, ποὺ διὰ συστολὴν
καὶ ἐντροπὴν δὲν πρέπει νὰ
λέγωνται, καὶ σπεύδουν ὅλοι νὰ
τὸν δικαιολογήσουν. Ὅταν ὅμως ὁ
πτωχὸς ὑποπέσῃ εἰς σφάλμα,
ὅλοι τὸν παρατηροῦν καὶ τὸν
ἐλέγχουν. Δὲν εὑρίσκει ἀκόμη
θέσιν οὔτε καὶ ὅταν λέγῃ
σοφὰ καὶ συνετὰ λόγια.
|
22
Ἐὰν κάποιος πλούσιος ὑποπέσῃ
εἰς σφάλμα, πολλοὶ θὰ εὐρεθοῦν
ὑποστηρικταὶ καὶ βοηθοί του. Εἶπε
λόγια μυστικά, ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ φανερωθοῦν,
καὶ ἀντὶ νὰ κατακριθῇ, τὸν
ἐδικαίωσαν· ὁ πτωχὸς καὶ ταπεινὸς
ἔσφαλε καὶ τὸν ἐπέπληξαν παραπάνω
ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπεν· εἶπε
λόγια συνετὰ καὶ φρόνιμα καὶ δὲν τοῦ
ἐδόθη τόπος καὶ προσοχὴ ἀκροάσεως.
|
23
Πλούσιος ἐλάλησε καὶ πάντες
ἐσίγησαν, καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ
ἀνύψωσαν ἕως τῶν νεφελῶν. Πτωχὸς
ἐλάλησε καὶ εἶπαν· τίς
οὗτος; Κἂν προσκόψῃ προσανατρέψουσιν
αὐτόν. |
23
Ὁμιλεῖ ὁ πλούσιος καὶ ὅλοι
σιωποῦν· ἐγκωμιάζουν τὰ λόγια
του καὶ τὰ ἀνυψώνουν ἕως τὰ
σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ. Ὁμιλεῖ
ὁ πτωχὸς καὶ ἐκεῖνοι περιφρονητικῶς
λέγουν ἀναμεταξύ των· <ποιὸς
εἶναι αὐτὸς ποῦ τολμᾷ νὰ
ὁμιλῇ;> Ἐὰν ὁ πτωχὸς
σκοντάψῃ, θὰ τὸν ρίψουν κατὰ
γῆς καὶ θὰ τὸν ποδοπατήσουν.
|
23
Ὁ πλούσιος ὡμίλησε καὶ ὅλοι ἐσιώπησαν·
τὸν δὲ λόγον, ποὺ εἶπε, τὸν
ἀνέβασαν μὲ τοὺς ἐπαίνους καὶ
τὰς ἐπικροτήσεις των ἕως τὰ σύννεφα.
Ὡμίλησε καὶ κάποιος πτωχός. Καὶ εἶπαν:
Ποῖος εἶναι αὐτός; Καὶ ἂν σκοντάψῃ,
ὅλοι μαζὶ θὰ τὸν σπρώξουν, διὰ
να ἀνατραπῇ ὅσον τὸ δυνατὸν
περισσότερον. |
24
Ἀγαθὸς ὁ πλοῦτος, ᾦ μή
ἐστιν ἁμαρτία, καὶ πονηρὰ ἡ
πτωχεία ἐν στόμασιν ἀσεβοῦ
|
24
Καλὸς εἶναι ὁ πλοῦτος μόνον
ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπάρχει
ἁμαρτία. Θεωρεῖται δὲ κακὴ καὶ
καταφρονητέα ἡ πτωχεία μόνον ἀπὸ
τὴν καρδίαν καὶ τὰ στόματα τῶν
ἀσεβῶν. |
24
Εἶναι καλὸς ὁ πλοῦτος, εἰς τὸν
ὁποῖον δὲν ὑπάρχει ἀδικία, καὶ
ἡ πτωχεία εἶναι κακὴ εἰς τὸ
στόμα τοῦ ἀσεβοῦς, ὁ ὁποῖος
τὴν καταρᾶται καὶ τὴν κατακρίνει ὡς
ἐσχάτην δυστυχίαν. |
25
Καρδία ἀνθρώπου ἀλλοιοῖ τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ, ἐάν τε εἰς
ἀγαθὰ ἐάν τε εἰς κακά.
|
25
Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀνάλογα
μὲ τὸ περιεχόμενόν της κάνει
τὸ πρόσωπόν του εἴτε εὐχάριστον
εἴτε σκυθρωπόν.
|
25
Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοιώνει
τὸ πρόσωπον καὶ τὴν ἔκφρασιν τῆς
φυσιογνωμίας του εἰς φαιδρὰν ἢ σκυθρωπήν,
εἴτε εἰς τὰ ἀγαθά, ποὺ τοῦ
συμβαίνουν, εἴτε εἰς τὰ κακά.
|
26
Ἴχνος καρδίας ἐν ἀγαθοῖς πρόσωπον
ἱλαρόν, καὶ εὕρεσις παραβολῶν
διαλογισμοὶ μετὰ κόπου. |
26
Ἔκφρασις καρδίας ἀγαθῆς εἶναι
τὸ γλυκὺ καὶ εὐχάριστον πρόσωπον.
Ἡ εὕρεσις καὶ ἀποδοχὴ σοφῶν
γνωμικῶν εἶναι ἕνα ἔργον, ποὺ
ἀπαιτεῖ κόπον. |
26
Πρόσωπον καὶ ἔκφρασις τῆς φυσιογνωμίας ἱλαρὰ
καὶ χαρωπὴ εἶναι σημεῖον καρδίας,
ποὺ ἀπολαμβάνει ἀγαθὰ καὶ εὐτυχίαν.
Παρὰ ταῦτα ἡ κατανόησις τῶν σοφῶν
γνωμικῶν καὶ ἡ εὕρεσις τοῦ βαθυτέρου
νοήματός των γίνεται μὲ κοπιώδεις διαλογισμούς,
οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν τὴν φυσιογνωμίαν
σοβαρὰν καὶ σκεπτικήν. |