Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
φοβούμενος
Κύριον ποιήσει αὐτό, καὶ ὁ
ἐγκρατὴς τοῦ νόμου καταλήψεται
αὐτήν· |
κεῖνος
ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, θὰ
κάμῃ αὐτό, τὸ ὁποῖον
ἡ σοφία τοῦ ὑποδεικνύει. Αὐτὸς
δὲ ποὺ γνωρίζει καὶ ἐφαρμόζει
τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ καταλάβῃ
καὶ θὰ κάμῃ κτῆμα του τὴν
σοφίαν. |
ὐτὸς
ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, θὰ κάμῃ
αὐτὰ ποὺ ἐλέχθησαν, καὶ ἐκεῖνος
ποὺ κατέχει καὶ γνωρίζει καλὰ τὸν
θεῖον Νόμον, θὰ καταλάβῃ καὶ θὰ
καταστήσῃ κτῆμα του τὴν Σοφίαν.
|
2
καὶ ὑπαντήσεται αὐτῷ ὡς
μήτηρ καὶ ὡς γυνὴ παρθενίας
προσδέξεται αὐτόν. |
2
Αὐτὴ θὰ τὸν προαπαντήσῃ
καὶ θὰ τὸν ὑποδεχθῇ, ὅπως
ὑποδέχεται ἡ μητέρα τὸ τέκνον
της καὶ ὅπως ὑποδέχεται ἡ νεαρὰ
παρθένος σύζυγος τὸν συζυγόν της.
|
2
Καὶ θὰ τὸν προϋπαντήσῃ αὕτη
σὰν μητέρα, θὰ τὸν ὑποδεχθῇ
ἐπίσης σὰν σύζυγος νεαρὰ καὶ παρθένος,
ποὺ δὲν ἐγνώρισεν ἄλλον ἄνδρα.
|
3
Ψωμιεῖ αὐτὸν ἄρτον συνέσεως
καὶ ὕδωρ σοφίας ποτίσει αὐτόν.
|
3
Θὰ τὸν χορτάσῃ μὲ ἄρτον
συνέσεως, θὰ τὸν ποτίσῃ μὲ
τὸ ὕδωρ τῆς σοφίας.
|
3
Θὰ τὸν θρέψῃ μὲ ἄρτον συνέσεως
καὶ θὰ τὸν ποτίσῃ μὲ νερὸ
σοφίας. |
4
Στηριχθήσεται ἐπ' αὐτὴν καὶ
οὐ μὴ κλιθῇ, καὶ ἐπ' αὐτῆς
ἐφέξει καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῇ·
|
4
Αὐτὸς δὲ θὰ στηριχθῇ εἰς
αὐτὴν καὶ ἔτσι δὲν θὰ
κλονισθῇ ποτέ. Θὰ τὴν κρατήσῃ
σταθερὰ καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς
αὐτὴν καὶ ἔτσι δὲν θὰ
ντροπιασθῇ ποτέ.
|
4
Θὰ στηριχθῇ ἐπ' αὐτῆς καὶ
δὲν θὰ κλονισθῇ, οὐδὲ θὰ
παρεκκλίνῃ εἰς παραπτώματα, καὶ θὰ
στηριχθῇ μετ’ ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτὴν
καὶ δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ.
|
5
καὶ ὑψώσει αὐτὸν παρὰ
τοὺς πλησίον αὐτοῦ καὶ ἐν
μέσῳ ἐκκλησίας ἀνοίξει
στόμα αὐτοῦ. |
5
Θὰ τὸν ἀνυψώσῃ ὑπεράνω
ἀπὸ τοὺς γύρω του ἀνθρώπους
καὶ ἐν μέσῳ συνάξεως τοῦ
λαοῦ θὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα
του διὰ νὰ ὁμιλήσῃ τὰ
πρέποντα.
|
5
Θὰ τὸν ὑψώσῃ δὲ ἡ
Σοφία, δοξάζουσα αὐτὸν παραπάνω ἀπὸ
τοὺς πλησίον καὶ διπλανούς του· καὶ
θὰ τοῦ ἀνοίξῃ τὸ στόμα νὰ
ὁμιλήσῃ μετὰ συνέσεως ἐν μέσῳ
συνάξεως. |
6
Εὐφροσύνην καὶ στέφανον ἀγαλλιάματος
καὶ ὄνομα αἰώνιον κατακληρονομήσει.
|
6
Ἡ σοφία θὰ δώσῃ ὡς κληρονομίαν
της εἰς αὐτὸν χαράν, στέφανον
ἀγαλλιάσεως καὶ ὄνομα αἰώνιον
καὶ ἔνδοξον.
|
6
Χαρὰν μεγάλην ἐσωτερικῶς καὶ στέφανον
λαμπρόν, ποὺ θὰ τὸν εὐφραίνῃ,
καὶ ὄνομα φημισμένον καὶ ἐξακουστὸν
αἰωνίως θὰ κληρονομήσῃ.
|
7
Οὐ μὴ καταλήψονται αὐτὴν ἄνθρωποι
ἀσύνετοι, καὶ ἄνδρες ἁμαρτωλοὶ
οὐ μὴ ἴδωσιν αὐτήν·
|
7
Οἱ μωροὶ καὶ ἀσεβεῖς δὲν
θὰ ἀπολαύσουν σοφίαν, οὔτε οἱ
ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι θὰ τὴν ἀντικρύσουν.
|
7
Δὲν θὰ καταλάβουν οὔτε θὰ ἀποκτήσουν
αὐτὴν ἄνθρωποι ἀδιαπαιδαγώγητοι,
ἐστερημένοι συνέσεως, καὶ ἄνδρες ἁμαρτωλοὶ
δὲν θὰ ἀξιωθοῦν νὰ τὴν
ἴδουν. |
8
μακράν ἐστιν ὑπερηφανίας, καὶ
ἄνδρες ψεῦσται οὐ μὴ μνησθήσονται
αὐτῆς. |
8
Διότι ἡ σοφία εὑρίσκεται μακρὰν
ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ
οἱ ἄνθρωποι τοῦ ψεύδους οὔτε
κἂν καὶ θὰ τὴν ἐνθυμηθοῦν.
|
8
Ἡ Σοφία παραμένει μακρὰν ἀπὸ τὴν
ὑπερηφάνειαν, καὶ ἄνθρωποι τοῦ ψεύδους
καὶ τῆς ὑποκρισίας δὲν θὰ τὴν
σκεφθοῦν ποτέ. |
9
Οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι
ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ παρὰ Κυρίου
ἀπεστάλη· |
9
Δὲν ταιριάζει καὶ οὔτε ἐνθρονίζεται
ὡραῖος ὕμνος εἰς τὸ στόμα
τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Τέτοιος ὕμνος
δὲν τοῦ ἔχει ἀποσταλῇ ἀπὸ
τὸν Κύριον.
|
9
Δὲν ἁρμόζει εἰς τὸ στόμα τοῦ
ἁμαρτωλοῦ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν
δοξολογία, διότι δὲν ἀπεστάλη καὶ δὲν
ἐνεπνεύσθη εἰς αὐτὸν ἀπὸ
τὸν Κύριον. |
10
ἐν γὰρ σοφίᾳ ρηθήσεται αἶνος,
καὶ ὁ Κύριος εὐοδώσει αὐτόν.
|
10
Διότι εἰς τὴν ἀληθινὴν σοφίαν
ἐκφράζεται ὁ αἶνος πρὸς τὸν
Θεὸν καὶ ὁ Κύριος στέλλει καὶ
κατευοδώνει αὐτόν. |
10
Δὲν ἁρμόζει, διότι μόνον ὑπὸ τοῦ
φωτιζομένου καὶ ἐμπνεομένου ὑπὸ
τῆς Σοφίας θὰ λεχθῇ καὶ θὰ ἀναπεμφθῇ
δοξολογία, καὶ ὁ Κύριος θὰ εὐοδώσῃ
καὶ θὰ ἐμπνεύσῃ εἰς αὐτὸν
ταύτην. |
11
Μὴ εἴπῃς ὅτι διὰ Κύριον
ἀπέστην· ἃ γὰρ ἐμίσησεν,
οὐ ποιήσεις. |
11
Μὴ εἴπῃς, ὅτι, ἐὰν ἐγὼ
ἀπεμακρύνθην ἀπὸ τὴν σοφίαν
καὶ τὰς θείας ἐντολάς, τὸ
ἔπραξα διὰ τὸν Κύριον. Διότι,
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον αὐτὸς
μισεῖ, σὺ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ
τὸ πράξῃς.
|
11
Μὴ εἴπῃς μέσα σου, ὅτι ἐξ αἰτίας
τοῦ Κυρίου ἀπεμακρύνθην τοῦ θελήματός
του καὶ ἡμάρτησα· διότι ὅσα Αὐτὸς
ἐμίσησε, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὰ
κάμῃς. Εἶναι λοιπὸν ἀνόητος ἡ
δικαιολογία σου ν’ ἀποδίδῃς ἐνοχὴν
εἰς τὸν Θεὸν δι' ἔργον, τὸ ὁποῖον
Αὐτὸς μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται.
|
12
Μὴ εἴπῃς ὅτι αὐτός μὲ
ἐπλάνησεν· οὐ γὰρ χρείαν
ἔχει ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ.
|
12
Μὴ εἴπῃς ποτὲ ὅτι ὁ Θεὸς
μὲ ἔσυρε εἰς τὴν πλάνην καί
μὲ ἔκαμεν ἁμαρτωλόν· διότι
ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκην
ἀπὸ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον.
|
12
Μὴ εἴπῃς ἀκόμη, ὅτι Αὐτὸς
μὲ παρεπλάνησε καὶ ἡμάρτησα, διότι ὁ
Κύριος δὲν ἔχει τὴν ἀνάγκην ἁμαρτωλοῦ
ἀνθρώπου. |
13
Πᾶν βδέλυγμα ἐμίσησε Κύριος,
καὶ οὐκ ἔστιν ἀγαπητὸν τοῖς
φοβουμένοις αὐτόν. |
13
Κάθε βδελυρὸν καὶ ἀηδιαστικὸν
ἁμάρτημα τὸ μισεῖ ὁ Κύριος·
ὅσοι δὲ τὸν φοφοῦνται ἀποστρέφονται
τὸ κακόν.
|
13
Κάθε σιχαμερὸν καὶ μυσαρὸν ἁμάρτημα
ἀνέκαθεν τὸ ἐμίσησεν ὁ Κύριος, καὶ
δὲν εἶναι ἀρεστὸν τοῦτο εἰς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σέβονται καὶ
φοβοῦνται Αὐτόν. |
14
Αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν
ἄνθρωπον καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν
ἐν χειρὶ διαβουλίου αὐτοῦ.
|
14
Αὐτὸς ἀπ' ἀρχῆς ἐδημιούργησεν
ἐλεύθερον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν
ἀφῆκεν εἰς τὴν ἐλευθέραν
αὐτοῦ θέλησιν καὶ διάθεσιν.
|
14
Ἐὰν ὑπάρχῃ ἁμαρτία,
ὑπεύθυνος δι’ αὐτὴν εἶναι μόνον ὁ
ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὁ Θεός. Αὐτὸς
ἐξ ἀρχῇς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον
καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὴν
ἐξουσίαν τῆς ἰδίας του ἐκλογῆς
καὶ ἀποφάσεως. |
15
Ἐὰν θέλῃς, συντηρήσεις ἐντολὰς
καὶ πίστιν ποίησαι εὐδοκίας.
|
15
Ἐὰν θέλῃς, θὰ τηρήσῃς
τὰς ἐντολάς του καὶ θὰ πράξῃς
ὅσα εἶναι εὐδοκία πίστεως.
|
15
Ἐὰν θέλῃς, θὰ τηρήσῃς καὶ
θὰ φυλάξῃς τὰς θείας ἐντολὰς
καὶ θὰ δείξῃς πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην
εὐάρεστον καὶ εὐπρόσδεκτον εἰς Αὐτόν.
|
16
Παρέθηκέ σοι πῦρ καὶ ὕδωρ·
οὗ ἐὰν θέλῃς, ἐκτενεῖς
τὴν χεῖρά σου. |
16
Ἐνώπιόν σου ἔθεσε φωτιὰ καὶ
νερό, ὅπου θέλεις ἠμπορεῖς νὰ
ἀπλώσῃς ἐλευθέρως τὸ χέρι
σου. |
16
Πλησίον σου ἔβαλε φωτιὰ καὶ νερό· ὅπου
θέλεις σύ, θὰ ἀπλώσῃς τὸ χέρι σου.
|
17
Ἔναντι ἀνθρώπων ἡ ζωὴ καὶ
ὁ θάνατος, καὶ ὃ ἐὰν εὐδοκήσῃ
δοθήσεται αὐτῷ. |
17
Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει
ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κανεὶς
θὰ θελήσῃ καὶ θὰ προτιμήσῃ,
θὰ τοῦ δοθῇ.
|
17
Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ
ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, καὶ ὅ,τι
ἐκ τῶν δύο θὰ θελήσῃ ὡς ἀρεστὸν
εἰς αὐτὸν ὁ καθένας των, θὰ
δοθῇ εἰς αὐτόν. |
18
Ὅτι πολλὴ σοφία τοῦ Κυρίου·
ἰσχυρὸς ἐν δυναστείᾳ καὶ
βλέπων τὰ πάντα, |
18
Πολλὴ εἶναι ἡ σοφία τοῦ Κυρίου.
Αὐτὸς εἶναι ἰσχυρὸς καὶ
παντοδύναμος καὶ ἐπιβλέπει τὰ
πάντα. |
18
Διότι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλη,
δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ἀφῆκεν
εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἐλευθέραν
προτίμησιν· εἶναι δὲ ὁ Θεὸς καὶ
ἰσχυρὸς εἰς δύναμιν, ὥστε νὰ
μὴ Τοῦ εἶναι ἀδύνατον, ὅπως
δοθῇ εἰς τὸν καθένα ὅ,τι προτιμᾷ·
βλέπει δὲ τὰ πάντα, χωρὶς νὰ Τοῦ
διαφεύγῃ τίποτε, καὶ συνεπῶς δὲν θὰ
ἀδικηθῇ κανείς. |
19
καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν,
καὶ αὐτὸς ἐπιγνώσεται πᾶν
ἔργον ἀνθρώπου. |
19
Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἶναι
ἐστραμμένοι προστατευτικῶς εἰς ἐκείνους,
ποὺ τὸν φοβοῦνται, καὶ αὐτὸς
βλέπει, ἐξετάζει καὶ γνωρίζει
καλὰ κάθε ἔργον ἀνθρώπου.
|
19
Καὶ οἱ ὀφθαλμοί Τοῦ εἶναι
προσηλωμένοι ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
Τὸν φοβοῦνται, καὶ Αὐτὸς γνωρίζει
καλὰ κάθε ἔργον ἀνθρώπου.
|
20
Καὶ οὐκ ἐνετείλατο οὐδενὶ
ἀσεβεῖν καὶ οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν
οὐδενὶ ἁμαρτάνειν. |
20
Εἰς κανένα δὲν ἔδωσε τὴν ἐντολὴν
νὰ εἶναι ἀσεβὴς καὶ εἰς
κανένα δὲν ἔδωσε τὸ δικαίωμα
νὰ διαπράττῃ ἁμαρτίας.
|
20
Δὲν ἔδωσε δὲ ἐντολὴν εἰς
κανένα νὰ εἶναι ἀσεβὴς καὶ δὲν
ἔδωσεν εἰς κανένα ἄδειαν καὶ εὐκολίαν
διὰ νὰ ἁμαρτάνῃ. |