Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άριν
διαφόρου πολλοὶ ἥμαρτον, καὶ
ὁ ζητῶν
πληθῦναι ἀποστρέψει ὀφθαλμόν.
|
ολλοὶ
ἁμαρτάνουν ἕνεκα ὑλικοῦ κέρδους·
καὶ ὁ πλεονέκτης, ὁ ἐπιζητῶν
νὰ αὐξήσῃ τὰ κέρδη του,
ἀποστρέφει μὲ σκληρότητα τοὺς
ὀφθαλμούς του ἀπὸ τὸν πτωχὸν
καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν τῆς δικαιοσύνης.
|
άριν
τοῦ συμφέροντος πολλοὶ ἡμάρτησαν, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ νὰ πολλαπλασιάση
ὅσα ἔχει, θὰ στρέψῃ τὰ μάτια
μακρὰν ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην.
|
2
Ἀναμέσον ἁρμῶν λίθων παγήσεται
πάσσαλος, καὶ ἀναμέσον πράσεως
καὶ ἀγορασμοῦ συντριβήσεται ἁμαρτία.
|
2
Ὅπως ὁ πάσσαλος πιεζόμενος ἐμπήγνυται
εἰς τὰς ἀρθρώσεις τῶν λίθων
ἑνὸς τοίχου, ἔτσι καὶ ἡ
ἁμαρτία ἐνσφηνώνεται μεταξὺ
πωλήσεως καὶ ἀγορᾶς.
|
2
Ὅπως ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἁρμούς,
ποὺ συνδέουν τοὺς λίθους ἐνὸς τοίχου,
θὰ ἐμπηχθῇ ὁ πάσσαλος, ἔτσι
καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ παζαρεύματα πωλήσεως
καὶ ἀγορὰς θὰ ἐνσφηνωθῇ
καὶ θὰ ἀνακατευθῇ ἡ ἁμάρτια.
|
3
Ἐὰν μὴ ἐν φόβῳ Κυρίου
κρατήσῃ κατὰ σπουδήν, ἐν τάχει
καταστραφήσεται αὐτοῦ ὁ οἶκος.
|
3
Ἐὰν ὁ κερδοσκόπος ἄνθρωπος δὲν
συγκρατήσῃ συντόμως καὶ ἐγκαίρως
τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ, ταχέως θὰ ἐξολοθρευθῇ
ὁ οἶκος του.
|
3
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν συγκρατηθῇ
μὲ ἐπιμέλειαν καὶ δυνατὰ εἰς
τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ταχέως θὰ καταστραφῇ
ὁ οἶκος του. |
4
Ἐν σείσματι κοσκίνου διαμένει κοπρία,
οὕτως σκύβαλα ἀνθρώπου ἐν λογισμῷ
αὐτοῦ. |
4
Ὅταν σείεται τὸ κόσκινον, παραμένουν
εἰς αὐτὸ τὰ σκύβαλα. Σκύβαλα
πολλὲς φορές, ἄχρηστοι καὶ ἐπιβλαβεῖς
σκέψεις καὶ ἐπιθυμίαι, μένουν
εἰς τὴν διάνοιαν καὶ τὴν καρδίαν
τῶν ἀνθρώπων.
|
4
Ὅταν τὸ κόσκινον σείεται καὶ κοσκινίζῃ,
ἀπομένει εἰς αὐτὸ κάθε ἄχρηστον
πρᾶγμα, ποὺ πρέπει νὰ ἀπορριφθῇ
ὡς κοπρία· ἔτσι καὶ εἰς τὰς
σκέψεις καὶ τὸν συλλογισμὸν τοῦ ἀνθρώπου
εὑρίσκονται σκύβαλα καὶ πολλὰ σκουπίδια,
ποὺ πρέπει ν’ ἀπορρίπτωνται.
|
5
Σκεύη κεραμέως δοκιμάζει κάμινος,
καὶ πειρασμὸς ἀνθρώπου ἐν διαλογισμῷ
αὐτοῦ. |
5
Τὰ πήλινα δοχεῖα τοῦ κεραμοποιοῦ
τὰ δοκιμάζει ἡ φωτιὰ τῆς καμίνου.
Ἡ δοκιμασία καὶ ἡ ἐξωτερίκευσις
του χαρακτῆρος τοῦ ἀνθρώπου γίνεται
μὲ τοὺς συλλογισμοὺς καὶ τὰς
συζητήσεις του.
|
5
Τὰ πήλινα δοχεῖα τοῦ κεραμοποιοῦ δοκιμάζονται
στερεοποιούμενα ἡ διαλυόμενα διὰ τῆς φωτιᾶς
τῆς καμίνου· ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος
δοκιμάζεται καὶ ὑποβάλλεται εἰς πειρασμόν,
ἀποδεικνύοντα ποῖος εἶναι, διὰ τῶν
σκέψεων καὶ διαλογισμῶν αὐτοῦ.
|
6
Γεώργιον ξύλου ἐκφαίνει ὁ καρπὸς
αὐτοῦ, οὕτως λόγος ἐνθυμήματος
καρδίας ἀνθρώπου. |
6
Τὴν ἀξίαν καὶ ποιότητα ἑνὸς
καλλιεργημένου δένδρου φανερώνει ὁ
καρπός· ἔτσι καὶ ὁ λόγος,
ἡ ἔκφρασις τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς
καρδίας καὶ τῶν σκέψεων τοῦ
νοῦ, φανερώνει τὸν ἄνθρωπον.
|
6
Τὸ εἶδος τοῦ καλλιεργουμένου δένδρου τὸ
ἀποδεικνύει ὁ καρπός του· ἔτσι
καὶ ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον θὰ
εἴπῃ κάθε ἄνθρωπος, φανερώνει τί σκέπτεται
οὗτος καὶ τί κρύπτει εἰς τὸν
νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του.
|
7
Πρὸ λογισμοῦ μὴ ἐπαινέσῃς
ἄνδρα, οὗτος γὰρ πειρασμὸς ἀνθρώπων.
|
7
Μὴ ἐπαινέσῃς ἄνθρωπον πρὶν
ἢ τὸν ἀκούσῃς νὰ ὁμιλῇ,
διότι ἡ ὁμιλία εἶναι δοκιμασία
καὶ κριτήριον τῆς ἀξίας του.
|
7
Μὴ ἐπαινέσῃς ἄνθρωπον, προτοῦ
ἀκούσῃς δι' ὅσων θὰ λέγῃ, τὶ
σκέπτεται καὶ τί διαλογίζεται, διότι αὐτὸ
εἶναι τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον
δοκιμάζονται οἱ ἄνθρωποι. |
-8
Ἐὰν διώκῃς τὸ δίκαιον,
καταλήψῃ καὶ ἐνδύσῃ αὐτὸ
ὡς ποδήρη δόξης. |
8
Ἐὰν ἐπιδιώκῃς τὸ δίκαιον,
θὰ τὸ καταλάβῃς καὶ θὰ
τὸ ἐνδυθῇς ὡς ἔνδοξον ἱμάτιον,
ποὺ θὰ φθάνῃ μέχρι τὰ
πόδια σου.
|
8
Ἐὰν μὲ πόθον ἐπιδιώκῃς τὸ
δίκαιον, θὰ τὸ καταστήσεις κτῆμα σου καὶ
θὰ περιβληθῇς τοῦτο ὡς ἔνδυμα
τιμημένον καὶ δοξασμένον, ποὺ θὰ φθάνῃ
ἕως τὰ πόδια σου. |
9
Πετεινὰ πρὸς τὰ ὅμοια αὐτοῖς
καταλύσει, καὶ ἀλήθεια πρὸς
τοὺς ἐργαζομένους αὐτὴν ἐπανήξει.
|
9
Τὰ πτηνὰ συγκατοικοῦν μὲ τὰ
ὁμοιά των· ἔτσι καὶ ἡ ἀλήθεια
ἐπανέρχεται, στολισμὸς καὶ ὑπερασπιστής,
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
τὴν ἐφαρμόζουν.
|
9
Ὅπως τὰ πτηνὰ θὰ καταλύσουν καὶ
θὰ κουρνιάσουν μαζὶ μὲ τὰ ὅμοιά
των, ἔτσι καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ
ἐπανέλθῃ καὶ θὰ συγκατοικήσῃ
μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὴν
ἐργάζονται καὶ τὴν ἐφαρμόζουν εἰς
τὴν ζωήν των. |
10
Λέων θήραν ἐνεδρεύει, οὕτως
ἁμαρτίαι ἐργαζομένους ἄδικα.
|
10
Ὅπως τὸ ληοντάρι ἐνεδρεύει τὸ
θήραμά του, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία
ἐνεδρεύει, διὰ νὰ συλλάβῃ
αὐτούς, ποὺ τὴν πράττουν.
|
10
Ὅπως τὸ λεοντάρι παραμονεύει τὸ κυνήγι του,
ἔτσι καὶ αἱ ἁμαρτίαι, σὰν ἄλλο
σαρκοφάγον θηρίον, ἐνεδρεύουν καὶ στήνουν παγίδας
εἰς ἐκείνους ποὺ ἐργάζονται τὰ
ἄδικα, διὰ νὰ τοὺς συλλάβουν ὡς
λείαν των. |
11
Διήγησις εὐσεβοῦς διαπαντὸς σοφία,
ὁ δὲ ἄφρων ὡς σελήνη ἀλλοιοῦται.
|
11
Ἡ ὁμιλία τοῦ εὐσεβοῦς
ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε σοφή·
ὁ δὲ ἄμυαλος μεταβάλλεται ἀπὸ
ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ὅπως
ἡ σελήνη.
|
11
Ἡ συζήτησις καὶ ἡ ὁμιλία τοῦ
εὐσεβοῦς εἶναι πάντοτε πλήρης σοφίας, ὁ
ἄφρων ὅμως καὶ ἀσεβὴς ἀλλάσσει
καὶ μεταβάλλεται ὅπως ἡ σελήνη.
|
12
Εἰς μέσον ἀσυνέτων συντήρησον
καιρόν, εἰς μέσον δὲ διανοουμένων
ἐνδελέχιζε. |
12
Ὅταν πρόκειται νὰ μεταβῇς ἐν
μέσῳ μωρῶν καὶ ἀσυνέτων,
περίμενε τὸν κατάλληλον καιρόν, πότε
θὰ πᾶς καὶ πότε θὰ ὁμιλήσῃς.
Μεταξὺ ὅμως τῶν συνετῶν καὶ
σοφῶν ἀνθρώπων, νὰ συχνάζῃς
πάντοτε.
|
12
Ἐὰν εὑρεθῇς ἀνάμεσα εἰς
ἀνοήτους καὶ ἀσυνέτους, μὴ χάνῃς
τὸν καιρόν σου καὶ φύγε τὸ γρηγορώτερον
σύχναζε δὲ καὶ παράτεινε τὴν παραμονήν σου
μεταξὺ σοβαρῶς σκεπτομένων καὶ μυαλωμένων
ἀνθρώπων. |
13
Διήγησις μωρῶν προσόχθισμα, καὶ ὁ
γέλως αὐτῶν ἐν σπατάλῃ
ἁμαρτίας. |
13
Αἱ ὁμιλίαι τῶν μωρῶν προκαλοῦν
δυσφορίαν καὶ ἀηδίαν καὶ ἀπὸ
τὰ γέλια των προκαλοῦνται πλῆθος βρωμερῶν
ἁμαρτιῶν. |
13
Ἡ συζήτησις καὶ αἱ συνομιλίαι των ὑπὸ
τῆς ἁμαρτίας ἀπομωρανθέντων εἶναι
ἀποκρουστικαὶ καὶ φορτικαί, οἱ δὲ
γέλωτές των γίνονται καὶ ἐκσποῦν ἐν
μέσῳ πλεονασμοῦ καὶ σπατάλης ἁμαρτίας.
|
14
Λαλιὰ πολυόρκου ὀρθώσει τρίχας,
καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς
ὠτίων. |
14
Ἡ ἀναιδὴς ὁμιλία τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ ὁρκίζεται συχνὰ καὶ εὔκολα,
σηκώνει τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς
μας ἀπὸ φρίκην. Καὶ ἡ διαμάχη
του μὲ ἄλλους ὁμοίους του μᾶς
κάνει, νὰ κλείωμεν τὰ αὐτιά
μας. |
14
Ἡ ὁμιλία ἐκείνου, ποὺ κάμνει πολλοὺς
ὅρκους, ἐπειδὴ θὰ παρασύρεται οὗτος
συχνότατα ἀπὸ τὴν βέβηλον καὶ ἀσεβῆ
ταύτην συνήθειάν του, θὰ σηκώνῃ τὰς τρίχας
παντὸς εὐσεβοῦς ἀκούοντος αὐτὴν
ἡ φιλονικία δὲ τῶν πολυόρκων θὰ ἀναγκάζῃ
τοὺς ἄλλους νὰ βουλώνουν τὰ αὐτιά
των. |
15
Ἔκχυσις αἵματος μάχη ὑπερηφάνων
καὶ ἡ διαλοιδόρησις αὐτῶν ἀκοὴ
μοχθηρά. |
15
Αἱ διαμάχαι τῶν ὑπερηφάνων καὶ
ἐγωϊστῶν ἔχουν ὡς κατάληξίν
των τὴν αἱματοχυσίαν καὶ αἱ
μεταξύ των ἀνταλλασσόμεναι ὕβρεις
εἶναι καταθλιπτικοὶ διὰ τὴν ἀκοήν
μας. |
15
Ἡ φιλονικία τῶν ὑπερηφάνων καὶ ἐγωϊστῶν
καταλήγει εἰς αἱματοχυσίαν καὶ φόνον, καὶ
αἱ ἀντεγκλήσεις καὶ ἡ ἀνταλλαγὴ
ὕβρεων μεταξύ των εἶναι ἀνυπόφορον
ἄκουσμα. |
-16
Ὁ ἀποκαλύπτων μυστήρια ἀπώλεσε
πίστιν, καὶ οὐ μὴ εὕρῃ
φίλον πρὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
|
16
Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ
μυστικὰ τῶν φίλων του, χάνει τὴν
ἐμπιστοσύνην τῶν ἄλλων καὶ δὲν
θὰ εὕρῃ πλέον φίλον σύμφωνα
μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς καρδίας
του. |
16
Ἐκεῖνος ποὺ φανερώνει τὰ μυστικά,
ἔχασε τὴν ἐμπιστοσύνην, ποὺ εἶχαν
πρὸς αὐτόν, καὶ δὲν θὰ εὕρῃ
οὗτος φίλον ὁμόψυχον καὶ κατὰ τὴν
καρδίαν αὐτοῦ. |
17
Στέρξον φίλον καὶ πιστώθητι μετ' αὐτοῦ·
ἐὰν σὲ ἀποκαλύψῃς τὰ
μυστήρια αὐτοῦ, οὐ μὴ καταδιώξῃς
ὀπίσω αὐτοῦ. |
17
Στέργε μὲ ἀγάπην τὸν φίλον
σου καὶ γίνε ἔμπιστος εἰς αὐτόν.
᾿Εὰν ὅμως ἀποκαλύψῃς τὰ
μυστικά του, αὐτὸς θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ
καὶ εἶναι μάταιον πλέον νὰ ἐπιδιώξῃς
τὴν φιλίαν του.
|
17
Ἔσο στοργικὸς εἰς τὸν φίλον σου καὶ
σύναψε δεσμοὺς ἐμπιστοσύνης μετ' αὐτοῦ,
καθιστάμενος ἔμπιστος πρὸς αὐτὸν ἐὰν
ὅμως φανερώσῃς τὰ μυστικά του,
μὴ τὸν ἀκολουθήσῃς πλέον καὶ
μὴ ἐπιδιώξῃς ἀναζητῶν νὰ
ἀνανεώσῃς τὴν μετ' αὐτοῦ φιλίαν.
|
18
Καθὼς γὰρ ἀπώλεσεν ἄνθρωπος
τὸν ἐχθρὸν αὐτοῦ, οὕτως
ἀπώλεσας τὴν φιλίαν τοῦ πλησίον·
|
18
Διότι ὅπως χάνει κανεὶς τὸν
ἄνθρωπον, ποὺ ἔγινεν ἐχθρός
του, κατὰ παρόμοιον τρόπον ἔχασες
καὶ σὺ τὴν φιλίαν τοῦ φίλου
σου. |
18
Θὰ καταστῇ δὲ ἀδύνατος ἡ ἀνανέωσίς
της μετ' αὐτοῦ φιλίας, διότι, ὅπως ἕνας
ἄνθρωπος ἔχασε τὸν ἐχθρόν του, τὸν
ὁποῖον ἐξώντωσεν, ἔτσι καὶ
σὺ ἔχασες τὴν φιλίαν μὲ τὸν
διπλανόν σου. |
19
καὶ ὡς πετεινὸν ἐκ χειρός σου
ἀπέλυσας, οὕτως ἀφῆκας τὸν
πλησίον καὶ οὐ θηρεύσεις αὐτόν.
|
19
Ὅπως ἕνα πτηνόν, τὸ ὁποῖον
τὸ ἀφῆκες νὰ φύγῃ ἀπὸ
τὰ χέρια σου, δὲν ἐπανέρχεται,
ἔτσι καὶ σὺ ἀπεμάκρυνες τὸν
φίλον σου μὲ τὴν ἀδιακρισίαν
σου· ὅσον δὲ καὶ ἂν προσπαθήσῃς,
δὲν θὰ τὸν ἐπανεύρῃς.
|
19
Καὶ ὅπως ἀπέλυσες ἐλεύθερον ἕνα
πτηνὸν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰς
χεῖρας σου, ἔτσι ἀφῆκες καὶ
τὸν πλησίον σου καὶ δὲν θὰ τὸν
ξαναπιάσῃς πλέον φίλον σου. |
20
Μὴ αὐτὸν διώξῃς, ὅτι μακρὰν
ἀπέστη καὶ ἐξέφυγεν ὡς
δορκὰς ἐκ παγίδος. |
20
Μὴ ἐπιζητήσῃς νὰ τὸν ἐπανεύρῃς,
διότι ἔχει πλέον φύγει μακρὰν
ἀπὸ σέ. Ἐτάχυνε τὸ βῆμα
του, ὅπως τὸ ζαρκάδι ποὺ διαφεύγει
τὴν παγίδα.
|
20
Μὴ ἐπιδιώξῃς πλέον νὰ τὸν
ἐπανεύρῃς, διότι ἔφυγε μακρὰν καὶ
ἐξέφυγεν ὅπως ἕνα ζαρκάδι ἀπὸ
τὴν παγίδα. |
21
Ὅτι τραῦμα ἔστι καταδῆσαι καὶ
λοιδορίας ἐστὶ διαλλαγή, ὁ δὲ
ἀποκαλύψας μυστήρια ἀπήλπισεν.
|
21
Ἕνα τραῦμα εἶναι δυνατὸν νὰ
τὸ ἐπιδέσῃ κανείς, μία
ἀντίθεσις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
εἶναι δυνατὸν νὰ καταλήξῃ εἰς
συνδιαλλαγὴν καὶ συμφιλίωσιν. Ὁ φίλος
ὅμως, τοῦ ὁποίου σὺ ἀπεκάλυψες
τὰ μυστικά, δὲν ἔχει καμμίαν
ἐλπίδα καὶ οὔτε θέλει νὰ
ἐπανασυνάψῃ πάλιν πρὸς σὲ
τὴν φιλίαν του.
|
21
Δὲν θὰ ξαναγίνῃ πλέον φίλος σου οὗτος.
Διότι πληγὴ καὶ τραῦμα σωματικὸν εἶναι
δυνατὸν νὰ δεθῇ μὲ ἐπιδέσμους
καὶ νὰ ἐπουλωθῇ, καὶ διὰ
τὴν ὕβριν ἐπίσης ὑπάρχει συμφιλίωσις·
ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐφανέρωσε
τὰ μυστικὰ τοῦ φίλου, ἔχασε πᾶσαν
ἐλπίδα ἐπανασυνδέσεως τῆς φιλίας.
|
-22
Διανεύων ὀφθαλμῷ τεκταίνει κακά,
καὶ οὐδεὶς αὐτὸν ἀποστήσει
ἀπ' αὐτοῦ· |
22
Ἐκεῖνος που μισοκλείει εἰς ὑποκριτικὰ
νεύματα τοὺς ὀφθαλμούς, σχεδιάζει
μὲ τέχνην καὶ πράττει κακὰ καὶ
κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν
ἀποφύγῃ.
|
22
Ἐκεῖνος ποὺ κάμνει νεύματα μὲ τὰ
μάτια του, σχεδιάζει καὶ δημιουργεῖ κακά, καὶ
κανεὶς δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ καὶ νὰ
προφυλαχθῇ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλήν
του. |
23
ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου γλυκανεῖ
στόμα σου, καὶ ἐπὶ τῶν λόγων
σου ἐκθαυμάσει, ὕστερον δὲ διαστρέψει
τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἐν
τοῖς λόγοις σου δώσει σκάνδαλον.
|
23
Ἐνώπιόν σου εἶναι ὅλος μέλι
καὶ σὲ κάμνει νὰ χαμογελᾷς.
Προσποιεῖται ὅτι θαυμάζει καὶ ἐπαινεῖ
τὰ λόγια σου. Κατόπιν ὅμως θὰ
μεταστρέψῃ τὰ λόγια του καὶ
θὰ δώσῃ νόημα σκανδάλου εἰς
τὰ ἰδικά σου λόγια, διὰ νὰ
σὲ ἐκθέσῃ.
|
23
Ἐνώπιόν σου καὶ ἐφ' ὅσον τὸν
βλέπεις, μὲ γλυκὰ λόγια θὰ θαυμάζῃ
τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ στόματός σου
καὶ θὰ ἐκδηλώνῃ θαυμασμὸν
διὰ τοὺς λόγους σου· ὕστερον ὅμως
θὰ μεταβάλῃ καὶ θὰ διαστρέψῃ
τὸ στόμα του καὶ θὰ δώσῃ εἰς
τὰ λόγια σου διαφορετικὴν σημασίαν καὶ θὰ
σοῦ δημιουργήσῃ σκάνδαλον. |
24
Πολλὰ ἐμίσησα καὶ οὐχ ὡμοίωσα
αὐτῷ, καὶ ὁ Κύριος μισήσει
αὐτόν. |
24
Πολλὰ κακὰ ἐμίσησα, ἀλλὰ
κανένα τόσον πολύ, ὅπως αὐτὸν
τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὁ Κύριος ἐπίσης
τὸν μισεῖ. |
24
Πολλὰ ἐμίσησα, ἀλλὰ κανὲν ἄλλο
τόσον, ὅσον τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, καὶ
προσεπάθησα νὰ μὴ τοῦ ὁμοιάσω, διότι
ὁ Κύριος θὰ μισήσῃ αὐτόν.
|
25
Ὁ βάλλων λίθον εἰς ὕψος ἐπὶ
κεφαλὴν αὐτοῦ βάλλει, καὶ πληγὴ
δολία διελεῖ τραύματα.
|
25
Ἐκεῖνος ποὺ ρίπτει τὸ λιθάρι
ὑψηλὰ ἐπάνω ἀπὸ τὸ
κεφάλι του, τὸ κατευθύνει ἐναντίον
τῆς κεφαλῆς του. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ κτυπᾷ δολίως τὸν πλησίον
του, ἐπιφέρει τραύματα εἰς τὸν
ἑαυτόν του.
|
25
Ἐκεῖνος ποὺ ρίπτει λίθον ὑψηλὰ
κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν ἀέρα, τὸν
ρίπτει κατὰ τῆς κεφαλῆς του, κατὰ
τῆς ὁποίας ἑπόμενον εἶναι νὰ
πέσῃ, ὅταν θὰ ἐπιστρέφῃ οὗτος
ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ δὲ
ὕπουλος καὶ δόλιος τραυματισμὸς θὰ
προκαλέσῃ διπλὴν πληγὴν καὶ εἰς
τὸν δολίως τραυματιζόμενον, ἀλλὰ καὶ
εἰς αὐτὸν τὸν πλήττοντα.
|
26
Ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν
ἐμπεσεῖται, καὶ ἱστῶν παγίδα
ἐν αὐτῇ ἁλώσεται.
|
26
Ἐκεῖνος ποὺ σκάπτει λάκκον διὰ
τὸν ἄλλον, θὰ πέσῃ ὁ ἴδιος
μέσα. Καὶ ὅποιος στήνει παγίδα
εἰς βάρος ἄλλων, θὰ συλληφθῇ
μὲ αὐτὴν ὁ ἴδιος.
|
26
Ἐκεῖνος ποὺ σκάπτει καὶ ἀνοίγει
λάκκον, θὰ πέσῃ εἰς αὐτὸν ὁ
ἴδιος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ στήνει
παγίδα εἰς βάρος τοῦ πλησίον, θὰ συλληφθῇ
ὁ ἴδιος εἰς αὐτήν.
|
27
Ὁ ποιῶν πονηρὰ εἰς αὐτὸν
κυλισθήσεται, καὶ οὐ μὴ ἐπιγνῷ
πόθεν ἥκει αὐτῷ.
|
27
Τὰ κακά, τὰ ὁποῖα μηχανεύεται
καὶ πράττει εἰς βάρος ἄλλων
κάποιος, θὰ ἐπιπέσουν ἐπάνω
του, χωρὶς καὶ ὁ ἴδιος νὰ γνωρίζῃ,
ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς ἐπῆλθαν
ἐναντίον του.
|
27
Τὰ κακὰ ποὺ ἐτοιμάζει καὶ προσπαθεῖ
νὰ κάμῃ κάποιος εἰς τοὺς ἄλλους,
θὰ κυλισθοῦν καὶ θὰ πέσουν εἰς
αὐτόν, καὶ δὲν θὰ καταλάβῃ ἀπὸ
ποὺ ἦλθαν ταῦτα εἰς αὐτόν.
|
28
Ἐμπαιγμὸς καὶ ὀνειδισμὸς ὑπερηφάνων,
καὶ ἡ ἐκδίκησις ὡς λέων
ἐνεδρεύσει αὐτόν. |
28
Ἐμπαιγμοὶ καὶ ὕβρεις ὑπάρχουν
πάντοτε εἰς τὸ στόμα τῶν ὑπερηφάνων.
Ἀλλὰ ἡ τιμωρία καὶ ἡ ἐκδίκησις
ἐναντίον των ἐνεδρεύει, ὅπως
ὁ λέων παραμονεύει διὰ τὸ θήραμά
του. |
28
Περιπαιγμοὶ καὶ ὕβρεις ὑπάρχουν εἰς
τὸ στόμα τῶν ὑπερηφάνων, καὶ ἡ
δι’ αὐτοὺς ἐκδίκησις καὶ τιμωρία των
τοὺς παραμονεύει σὰν λεοντάρι σκληρὰ καὶ
ἀναπόφευκτος. |
29
Παγίδι ἁλώσονται οἱ εὐφραινόμενοι
πτώσει εὐσεβῶν, καὶ ὀδύνη
καταναλώσει αὐτοὺς πρὸ τοῦ θανάτου
αὐτῶν. |
29
Ἐκεῖνοι ποὺ εὐφραίνονται διὰ
τὰς δυστυχίας καὶ τὰς θλίψεις
τῶν εὐσεβῶν, θὰ συλληφθοῦν εἰς
παγίδας συμφορῶν· ὀδῦναι δὲ
θὰ καταναλώσουν αὐτοὺς πρὸ τοῦ
θανάτου των.
|
29
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι χαίρουν καὶ
εὐφραίνονται διὰ τὴν πτῶσιν καὶ
τὰς δυστυχίας τῶν εὐσεβῶν, θὰ
συλληφθοῦν εἰς παγίδα, καὶ πόνοι καὶ
ὀδύναι θὰ τοὺς καταναλώσουν πρὸ τοῦ
θανάτου των. |
30
Μῆνις καὶ ὀργὴ καὶ ταῦτά
ἐστι βδελύγματα, καὶ ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς
ἐγκρατὴς ἔσται αὐτῶν.
|
30
Μνησικακία, ἐσωτερικὴ ἀγανάκτησις
καὶ ἐξωτερικὴ ὀργὴ καὶ
αὐτὰ εἶναι ἄξια ἀποστροφῆς.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τὰ κατέχει
καὶ κατέχεται ἀπὸ αὐτά.
|
30
Μνησικακία ἐσωτερικῶς ἐμφωλεύουσα
καὶ ἐξωτερικῶς ἐκδηλουμένη ὀργὴ
εἶναι πάθη ὡσαύτως μισητὰ καὶ
ἄξια ἀποστροφῆς, ὁ δὲ ἁμαρτωλὸς
ἄνθρωπος δὲν τὰ ἀφήνει, ἀλλὰ
τὰ ἔχει διαρκὲς κτῆμα του.
|