Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ποιῶν
ἔλεος δανειεῖ τῷ πλησίον, καὶ
ὁ ἐπισχύων τῇ
χειρὶ αὐτοῦ τηρεῖ ἐντολάς.
|
ἐλεήμων
δανείζει προθύμως τὸν πλησίον του
καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται μὲ
προθυμία εἰς βοήθειαν καὶ ἐνίσχυσιν
τοῦ πλησίον, τηρεῖ τὰς ἐντολὰς
τοῦ Θεοῦ.
|
κεῖνος
ποὺ κάμνει ἐλεημοσύνην, θὰ δανείσῃ
τὸν πλησίον ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐνισχύει
καὶ ὑποβαστάζει τὸν ἄλλον διὰ
τῆς χειρός του, τηρεῖ τὰς θείας ἐντολάς.
|
2
Δάνεισον τῷ πλησίον ἐν καιρῷ
χρείας αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀπόδος
τῷ πλησίον εἰς τὸν καιρόν·
|
2
Δῶσε δάνειον εἰς τὸν πλησίον
σου, ὅταν εὑρίσκεται εἰς καιρὸν
ἀνάγκης· σὺ δὲ ὁ χρεωφειλέτης
νὰ ἐπιστρέψῃς τὴν ὀφειλήν
σου εἰς τὸν πλησίον σου κατὰ τὸν
συμφωνηθέντα καιρόν.
|
2
Δάνεισε τὸν πλησίον σου κατὰ τὸν καιρὸν
τῆς ἀνάγκης του· καὶ πάλιν, σὺ
ποὺ ἐδανείσθης, γύρισε ὀπίσω τὸ δάνειον
εἰς τὸν πλησίον σου κατὰ τὸν συμφωνηθέντα
χρόνον. |
3
στερέωσον λόγον καὶ πιστώθητι μετ'
αὐτοῦ, καὶ ἐν παντὶ καιρῷ
εὑρήσεις τὴν χρείαν σου. |
3
Τήρησε τὸν λόγον σου ἀπέναντι
του, δεῖξε πρὸς αὐτὸν τὴν ἀξιοπιστίαν
σου καὶ ἔτσι εἰς κάθε καιρὸν
ἀνάγκης σου θὰ τὸν εὕρῃς
πρόθυμον νὰ σὲ βοηθήσῃ.
|
3
Τήρησε τὸν λόγον σου καὶ ἀποδείχθητι ἀξιόπιστος
εἰς αὐτόν, καὶ τότε εἰς κάθε περίστασιν
καὶ καιρὸν θὰ εὕρῃς ὁ,τι
σοῦ χρειασθῇ. |
4
Πολλοὶ ὡς εὕρεμα ἐνόμισαν δάνος
καὶ παρέσχον πόνον τοῖς βοηθήσασιν
αὐτοῖς. |
4
Πολλοὶ ἐνόμισαν ὡς εὕρημα τὸ
δάνειον ποὺ ἔλαβον, καὶ ἐπροξένησαν
ταλαιπωρίας εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι τοὺς ἐβοήθησαν.
|
4
Πολλοὶ ἐνόμισαν ὡς εὔρημα τὸ
πρὸς αὐτοὺς δάνειον, καὶ ἐπειδὴ
δὲν τὸ ἐπέστρεψαν, ἐπροξένησαν θλῖψιν
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς
ἐβοήθησαν. |
5
Ἕως οὗ λάβῃ, καταφιλήσει χεῖρα
αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῶν χρημάτων
τοῦ πλησίον ταπεινώσει φωνήν·
καὶ ἐν καιρῷ ἀποδόσεως παρελκύσει
χρόνον καὶ ἀποδώσει λόγους ἀκηδίας
καὶ τὸν καιρὸν αἰτιάσεται.
|
5
Ὁ κακὸς καὶ ἀχάριστος χρεωφειλέτης,
μέχρις ὅτου θὰ λάβῃ τὸ
δάνειον, καταφιλεῖ τὴν χεῖρα τοῦ
δανειστοῦ· καὶ διὰ τὰ χρήματα
τοῦ πλησίον, ποὺ ἐλπίζει νὰ
λάβῃ, χαμηλώνει ἱκετευτικῶς
τὴν φωνήν του. Ὅταν ὅμως ἔλθῃ
ὁ καιρὸς τῆς ἀποδόσεως τοῦ
δανείου, ἀναβάλλει καὶ παρελκύει
τὸν χρόνον, προβάλλει λόγους στενοχωρίας
καὶ τὰς δυσχερεῖς, τάχα, περιστάσεις.
|
5
Ὁ κακόπιστος ὀφειλέτης, ἕως ὅτου λάβῃ
τὸ δάνειον, θὰ φιλήσῃ μὲ θερμότητα
καὶ ἐπιμονὴν τὴν χεῖρα αὐτοῦ,
ὁ ὁποῖος τὸν δανείζει, καὶ διὰ
τὰ χρήματα τοῦ πλησίον θὰ χαμηλώσῃ
ἱκετευτικὰ τὴν φωνήν του ἀλλ’
ὅταν ἔλθῃ ὁ καιρὸς τῆς
ἐπιστροφῆς τὸν δανείου, θὰ ἀναβάλλῃ
τὸν χρόνον τῆς ἐξοφλήσεως καὶ
ἀντὶ τοῦ δανείου θὰ ἀποδώσῃ
λόγους καλύπτοντας τὴν ἀδιαφορίαν του καὶ
θὰ προφασισθῇ ὅτι αἱ περιστάσεις καὶ
ἡ δυσκολία τῶν καιρῶν παρημπόδισαν αὐτόν.
|
6
Ἐὰν ἰσχύσῃ, μόλις κομίσεται
τὸ ἥμισυ καὶ λογιεῖται αὐτὸ
ὡς εὕρεμα· εἰ δὲ μή, ἀπεστέρησεν
αὐτὸν τῶν χρημάτων αὐτοῦ,
καὶ ἐκτήσατο αὐτὸν ἐχθρὸν
δωρεάν· κατάρας καὶ λοιδορίας
ἀποδώσει αὐτῷ καὶ ἀντὶ
δόξης ἀποδώσει αὐτῷ ἀτιμίαν.
|
6
Ἐὰν ὁ κακὸς χρεωφειλέτης εἶναι
εἰς θέσιν νὰ πληρώσῃ, ὁ
δανειστής του, ἔστω καὶ ἂν λάβῃ
τὸ ἥμισυ τοῦ χρέους, θὰ θεωρήσῃ
τοῦτο ὡς εὕρημα. Ἐὰν ὅμως
δὲν ἔχῃ νὰ πληρώσῃ, δὲν
θὰ ἐπιστρέψῃ τίποτε εἰς
αὐτὸν καὶ ἔτσι θὰ τὸν
στερήσῃ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ
τὰ χρήματά του. Καὶ ἐπὶ
πλέον θὰ τὸν κάμῃ ἐχθρόν
του χωρὶς λόγον. Θὰ τὸν πληρώσῃ
ὅμως μὲ κατάρας καὶ μὲ ὕβρεις
καὶ ἀντὶ τῆς τιμῆς θὰ
τοῦ ἀνταποδώσῃ τὴν καταφρόνησιν.
|
6
Ἐὰν ἠμπορέσῃ, μόλις καὶ
μετὰ βίας θὰ φέρῃ τὸ ἥμισυ τῶν
ὀφειλομένων χρημάτων, καὶ θὰ λογαριασθῇ
τὸ ποσὸν τοῦτο ὑπὸ τοῦ
δανειστοῦ σὰν εὔρημα. Ἐὰν ὅμως
δὲν εὐκολυνθῇ, ἐστέρησε τελείως τὸν
δανειστὴν ἀπὸ τὰ χρήματά του καὶ
τὸν ἔκαμεν ἐχθρόν του ἀδικαιολογήτως·
καὶ οὕτως ὁ χρεωφειλέτης θὰ ἀποδώσῃ
εἰς τὸν δανειστήν του κατάρας καὶ
ὕβρεις καὶ ἀντὶ τιμῆς καὶ
εὐγνωμοσύνης θὰ ἀποδώσῃ εἰς
αὐτὸν ἀτιμίαν καὶ περιφρόνησιν.
|
7
Πολλοὶ οὖν χάριν πονηρίας ἀπέστρεψαν,
ἀποστερηθῆναι δωρεὰν εὐλαβήθησαν.
|
7
Πολλοί, λόγῳ τῆς πονηρίας τῶν
χρεωφειλετῶν, ἀρνοῦνται νὰ δώσουν
δάνειον, ἐπειδὴ φοβοῦνται, μήπως
χωρὶς λόγον χάσουν τὰ χρήματά
των. |
7
Πολλοὶ λοιπόν, ἕνεκα τῆς πονηρίας καὶ
κακοπιστίας ταύτης τῶν ὀφειλετῶν, ἔστρεψαν
ἀλλοῦ τὸ πρόσωπον των καὶ ἠρνήθησαν
νὰ δανείσουν ἐφοβήθησαν μήπως ἀνοήτως καὶ
χωρὶς λόγον ἀποστερηθοῦν τὰ δάνειά
των. |
8
Πλὴν ἐπὶ ταπεινῷ μακροθύμησον
καὶ ἐπ' ἐλεημοσύνην μὴ παρελκύσῃς
αὐτόν. |
8
Παρ' ὅλον ὅμως τοῦτο σὺ πρέπει
νὰ φανῇς μακρόθυμος καὶ ἐπιεικὴς
πρὸς τὸν πτωχὸν καὶ ἐστερημένον,
καὶ μὴ ἀναβάλῃς νὰ δώσῃς
πρὸς αὐτὸν τὴν ἐλεημοσύνην
σου. |
8
Εἰς τὸν πτωχὸν καὶ ταπεινὸν
ὅμως δείχθητι ὑπομονητικὸς καὶ μεγαλόκαρδος,
καὶ προκειμένου νὰ ἐνισχύσῃς
αὐτὸν δι’ ἐλεημοσύνης, μὴ ἀναβάλλῃς
καὶ μὴ τὸν ἀναγκάζῃς νὰ
περιμένῃ. |
9
Χάριν ἐντολῆς ἀντιλαβοῦ πένητος
καὶ κατὰ τὴν ἔνδειαν αὐτοῦ
μὴ ἀποστρέψῃς αὐτὸν κενόν.
|
9
Ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ ὑποστήριξε τὸν πτωχόν,
καὶ ὅταν εὑρεθῇ εἰς περίοδον
ἀνάγκης καὶ στερήσεως, μὴ τὸν
ἀφήσῃς νὰ φύγῃ χωρὶς
τὴν βοήθειάν σου.
|
9
Χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ
πρὸς τήρησιν αὐτῆς ὑποστήριξε καὶ
δῶσε χεῖρα βοηθείας εἰς τὸν πτωχὸν
καὶ κατὰ τὴν ἀνέχειαν καὶ ἔνδειάν
του μὴ τὸν διώξῃς μὲ ἀδειανὰ
χέρια. |
10
Ἀπόλεσον ἀργύριον δι' ἀδελφὸν
καὶ φίλον, καὶ μὴ ἰωθήτω
ὑπὸ τὸν λίθον εἰς ἀπώλειαν.
|
10
Ἐν ἀνάγκῃ ἂς χάσῃς
τὰ χρήματά σου διὰ τὸν στερούμενον
ἀδελφὸν καὶ φίλον, καὶ μὴ
τὰ ἀφήσῃς νὰ σκουριάσουν
κρύπτων αὐτὰ κάτω ἀπὸ
λίθους. |
10
Χάσε καλύτερα τὸ χρῆμα σου χάριν τοῦ ἀδελφοῦ
καὶ τοῦ φίλου σου, καὶ ἂς μὴ
σκουριάσῃ τοῦτο χωμένο κάτω ἀπὸ τὸ
λιθάρι, προωρισμένον ἐκεῖ νὰ χαθῇ.
|
11
Θὲς τὸν θησαυρόν σου κατ' ἐντολὰς
Ὑψίστου, καὶ λυσιτελήσει σοι μᾶλλον
ἢ τὸ χρυσίον. |
11
Χρησιμοποίησε τὰ χρήματά σου σύμφωνα
μἐ τὸ θέλημα τοῦ Ὑψίστου·
καὶ αὐτὸ θὰ σὲ ὠφελήσῃ
περισσότερον ἀπὸ αὐτὸν τοῦτον
τὸν χρυσόν.
|
11
Διάθεσε τὸν θησαυρόν σου σύμφωνα μὲ τὰς
ἐντολὰς τοῦ Ὑψίστου, καὶ θὰ
σὲ ὠφελήσῃ πολὺ περισσότερον παρ’
ὅσον τὰ χρυσᾶ νομίσματα.
|
12
Σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς
ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελεῖταί
σε ἐκ πάσης κακώσεως·
|
12
Κλεῖσε εἰς τὸ ταμεῖον σου ἀντὶ
χρημάτων τὰ καλὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης
σου· αὐτὰ δὲ θὰ σὲ ἁπαλλάξουν
ἀπὸ κάθε ταλαιπωρίαν.
|
12
Κλεῖσε εἰς τὰς ἀποθήκας σου καὶ
τὰ κελλάριά σου τὴν ἐλεημοσύνην, καὶ
αὐτὴ θὰ σὲ γλυτώσῃ ἀπὸ
πᾶσαν κακοπάθειαν. |
13
ὑπὲρ ἀσπίδα κράτους καὶ
ὑπὲρ δόρυ ἀλκῆς κατέναντι
ἐχθροῦ πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ.
|
13
Ἡ ἐλεημοσύνη σου θὰ σὲ ὑπερασπίσῃ
ἐναντίον παντὸς ἐχθροῦ περισσότερον
ἀπὸ ἰσχυρὰν ἀσπίδα καὶ
ἀπὸ δυνατὸν δόρυ.
|
13
Ἡ ἐλεημοσύνη θὰ σὲ ὑπερασπίσῃ
καὶ θὰ πολεμήσῃ ὑπὲρ σοῦ
ἀπέναντι παντὸς ἐχθροῦ περισσότερον
ἀπὸ ἀσπίδα κραταιὰν καὶ ἀπὸ
δυνατὸν ἀκόντιον. |
14
Ἀνὴρ ἀγαθὸς ἐγγυήσεται
τὸν πλησίον, καὶ ἀπολωλεκὼς
αἰσχύνην καταλήψει αὐτόν.
|
14
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος θὰ ἐγγυηθῇ
προθύμως διὰ τὸν πλησίον του·
μόνον ὁ ἀδιάντροπος θὰ ἐγκαταλείψῃ
αὐτὸν ἀβοήθητον.
|
14
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος θὰ ἐγγυηθῇ
διὰ τὸν πλησίον του· αὐτὸς δέ,
ποὺ ἔχει ἀποβάλει πᾶσαν ἐντροπήν,
θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ.
|
15
Χάριτος ἐγγύου μὴ ἐπιλάθῃ,
ἔδωκε γὰρ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ὑπὲρ σοῦ.
|
15
Σὺ δὲ ὁ εὐεργετούμενος μὴ
λησμονήσῃς τὴν εὐεργεσίαν τοῦ
ἐγγυητοῦ σου, διότι ἐκεῖνος
ἔδωσε πρὸς χάριν σου τὴν ζωήν
του. |
15
Μὴ λησμονῇς τὴν εὐεργεσίαν καὶ
τὴν καλωσύνην τοῦ ἐγγυητοῦ σου, διότι
αὐτὸς ἔδωκε τὴν ζωήν του διὰ
σὲ καὶ ἐμβῆκεν αὐτὸς εἰς
τὴν στενόχωρον θέσιν σου, διὰ να ἀπαλλαγῇς
σύ. |
16
Ἀγαθὰ ἐγγύου ἀνατρέψει
ἁμαρτωλός, καὶ ἀχάριστος ἐν
διανοίᾳ ἐγκαταλείψει ρυσάμενον.
|
16
Ὁ πονηρὸς καὶ ἀχάριστος ὅμως
θὰ ἀνατρέψῃ τὴν ἀγαθοεργίαν
τοῦ ἐγγυητοῦ· θὰ ἐγκαταλείψῃ
τὸν εὐεργέτην του ἐκεῖνος, ποὺ
ἔχει κατὰ νοῦν διαθέσεις ἀχαριστίας.
|
16
Τὴν καλωσύνην καὶ τὴν ἀγαθὴν
συμπεριφορὰν τοῦ ἐγγυητοῦ του θὰ
ἀνατρέψῃ καὶ θὰ κλωτσήσῃ ὁ
ἁμαρτωλός· αὐτὸς δέ, ποὺ
κατὰ τὴν διάθεσιν καὶ τὴν διάνοιαν
εἶναι ἀχάριστος, θὰ ἐγκαταλείψῃ
καὶ θὰ ξεχάσῃ αὐτόν, ὁ ὁποῖος
τὸν ἐγλύτωσεν. |
17
Ἐγγύη πολλοὺς ἀπώλεσε κατευθύνοντας
καὶ ἐσάλευσεν αὐτοὺς ὡς
κῦμα θαλάσσης· ἄνδρας δυνατοὺς
ἀπῴκισε καὶ ἐπλανήθησαν ἐν
ἔθνεσιν ἀλλοτρίοις. |
17
Πολλοὺς ἐγγυητάς μὲ πολλὰ ἀγαθὰ
τοὺς κατέστρεψεν ἡ ἐγγύησις,
τοὺς ἐκλόνισεν ὅπως τὰ κύματα
τῆς θαλάσσης. Ἐξεδίωξεν ἀπὸ
τὸν τόπον των ἄνδρας δυνατοὺς καὶ
αὐτοὶ περιεπλανήθησαν μέσα εἰς
ξένα ἔθνη.
|
17
Ἡ ἐγγύησις κατέστρεψε πολλούς, οἱ
ὁποῖοι εὐτυχοῦσαν καὶ τὰ
κατέφερναν καλὰ εἰς τὴν ζωήν
τους, καὶ τοὺς ἐσάλευσε σὰν
κῦμα θαλάσσης· ἄνδρας δυνατοὺς τοὺς
ἐξώρισε καὶ ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ
τὸν τόπον τους καὶ περιεπλανήθησαν οὖτοι
εἰς ξένα ἔθνη. |
19
Ἁμαρτωλὸς ἐμπεσών εἰς ἐγγύην
καὶ διώκων ἐργολαβίας ἐμπεσεῖται
κρίσεις. |
19
Ὁ κακὸς ὅμως ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
μὲ ὑστεροβουλίαν ἐπιπίπτει εἰς
ἐγγυήσεις, ἐπιδιώκων μὲ αὐτὰς
παράνομα κέρδη, θὰ περιπέσῃ
εἰς δίκας καὶ τιμωρίας.
|
19
Ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ὁποῖος ἀνεμείχθη
εἰς ἐγγύησιν καὶ ὅστις ἐπιδιώκει
κέρδη ἐκ ταύτης, θὰ ἐμπέσῃ εἰς
δίκας καὶ τιμωρίας. |
20
Ἀντιλαβοῦ τοῦ πλησίον κατὰ δύναμίν
σου καὶ πρόσεχε σεαυτῷ
ἐμπέσῃς.
|
20
Ὑποστήριξε τὸν πλησίον σου ἀνάλογα
μὲ τὴν οἰκονομικήν σου ἀντοχήν,
πρόσεξε ὅμως νὰ μὴ πέσῃς
καὶ σὺ ὁ ἴδιος.
|
20
Βοήθησε τὸν πλησίον σου ἀναλόγως τῶν οἰκονομικῶν
δυνάμεών σου καὶ πρόσεχε νὰ μὴ πέσῃς
ὁ ἴδιος εἰς πειρασμόν.
|
-21
Ἀρχὴ ζωῆς ὕδωρ καὶ ἄρτος
καὶ ἱμάτιον καὶ οἶκος καλύπτων
ἀσχυμοσύνην. |
21
Πρῶτα καὶ ἀπαραίτητα ἐφόδια
διὰ τὴν ζωὴν εἶναι τὸ νερὸ
καὶ ὁ ἄρτος. Ἐκ παραλλήλου δὲ
ἡ ἐνδυμασία καὶ τὸ σπίτι
διὰ τὴν κάλυψιν τῆς γυμνότητος
τοῦ ἀνθρώπου.
|
21
Βάσις τῆς ζωῆς ἀπαραίτητος καὶ ἀναγκαία
εἶναι τὸ νερό, τὸ ψωμί, τὸ ροῦχο
καὶ τὸ σπίτι, διὰ νὰ σκεπάζῃ
κανεὶς τὴν γυμνότητα καὶ ἀσχημίαν
του. |
22
Κρείσσων βίος πτωχοῦ ὑπὸ σκέπην
δοκῶν ἢ ἐδέσματα λαμπρὰ ἐν
ἀλλοτρίοις.
|
22
Προτιμότερα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ
πτωχοῦ κάτω ἀπὸ ξυλίνην στέγην,
παρὰ τὰ πολυτελῆ συμπόσια εἰς
ξένα σπίτια.
|
22
Εἶναι προτιμοτέρα ἡ ζωὴ τοῦ πτωχοῦ
κάτω ἀπὸ ξυλίνην καλύβην, παρὰ λαμπρὰ
καὶ πολυτελῆ φαγητὰ εἰς ξένας οἰκίας.
|
23
Ἐπὶ μικρῷ καὶ
μεγάλῳ εὐδοκίαν ἔχε, καὶ
ὀνειδισμὸν παροικίας οὐ μὴ ἀκούσῃς.
|
23
Νὰ μένῃς εὐχαριστημένος καὶ
μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ
ὀλίγα. Ἔτσι δὲ δὲν θὰ
ἀκούσῃς κατηγορίας καὶ ὕβρεις,
ὅτι εἶσαι παράσιτον ζῶν εἰς
βάρος τῶν ἄλλων.
|
23
Καὶ μὲ τὸ ὀλίγον καὶ μὲ
τὸ πολὺ νὰ εἶσαι εὐχαριστημένος
καὶ δὲν θὰ ἀκούσῃς μομφὰς
καὶ κατηγορίας, ὅτι εἶσαι παρείσακτος καὶ
ζῇς εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
|
24
Ζωὴ πονηρὰ ἐξ οἰκίας εἰς
οἰκίαν, καὶ οὗ παροικήσεις,
οὐκ ἀνοίξει στόμα. |
24
Ἀθλία ζωὴ εἶναι νὰ γυρίζῃς
ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, διότι
ὅπου σταθῇς νὰ ζητήσῃς βοήθειαν,
θὰ ἐντροπιασθῇς καὶ δὲν θὰ
ἔχῃς τὸ θάρρος νὰ ἀνοίξῃς
τὸ στόμα σου. |
24
Εἶναι ἄθλια ἡ ζωὴ νὰ γυρίζῃ
κανεὶς ἀπὸ σπίτι εἰς σπίτι, καὶ
ὅπου εἰς τὸ τέλος θὰ παραμείνῃ
σὰν ξένος, δὲν θὰ ἔχῃ τὸ
θάρρος νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του.
|
25
Ξενιεῖς καὶ ποτιεῖς εἰς ἀχάριστα
καὶ πρὸς ἐπὶ τούτοις πικρὰ
ἀκούσῃ· |
25
Θὰ ἐξαναγκασθῇς ὡσὰν ὑπηρέτης
νὰ προσφέρῃς τὸ φαγητὸν καὶ
τὸ ποτὸν εἰς τὸν οἰκοδεσπότην,
χωρὶς καὶ νὰ ἀκούσῃς ἕνα
εὐχαριστῶ ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ἐξ ἀντιθέτου θὰ ἀκούσῃς
πικρὰ λόγια.
|
25
Θὰ φιλοξενήσῃς, θὰ περιποιηθῇς δηλαδή,
καὶ θὰ ποτίσῃς σὺ ὁ περιπλανώμενος
τὸν οἰκοδεσπότην, χωρὶς νὰ σὲ
εὐχαριστήσῃ, καὶ ἔπειτα ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκούσῃς λόγια
πικρὰ καὶ λυπηρά. |
26
πάρελθε, πάροικε, κόσμησον τράπεζαν,
καὶ εἴτι ἐν τῇ χειρί σου, ψώμισόν
με. |
26
Θὰ σοῦ εἴπῃ· <ἔλα ἐδῶ,
ξένε, ἐτοίμασε τὸ τραπέζι τοῦ
φαγητοῦ μου, καὶ ἂν ἔχῃς κάτι
ἕτοιμον, δός μου τὸ νὰ φάγω>.
|
26
Θὰ σοῦ εἴπῃ: Ἔλα ἐδῶ,
ξένε, ποὺ ἦλθες ἀπρόσκλητος εἰς τὸ
σπίτι μου· ἐτοίμασε τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ,
καὶ ἂν ἔχῃς πρόχειρόν τι εἰς
τὰς χεῖρας σου, δός μου νὰ φάγω.
|
27
Ἔξελθε, πάροικε, ἀπὸ προσώπου
δόξης, ἐπεξένωταί μοι ὁ ἀδελφός,
χρεία τῆς οἰκίας. |
27
Ἔπειτα θὰ σοῦ πῇ· <φύγε
ἀπὸ δῶ, ξένε, ἀπὸ τὰ
μεγαλεῖα μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
διότι ἐγὼ πρόκειται νὰ φιλοξενήσω
τὸν ἀδελφόν μου καὶ ἔχω ἀνάγκην
τοῦ σπιτιοῦ μου>. |
27
Ὕστερα θὰ ἀκούσῃς: Ἔβγα ἔξω,
ξένε, καὶ φύγε ἀπὸ τὸ τιμημένον πρόσωπον,
ποὺ θὰ ὑποδεχθῶ· ὁ ἀδελφός
μου ἔχει ἔλθει πρὸς φιλοξενίαν καὶ
ἔχω ἀνάγκην τῆς οἰκίας μου.
|
28
Βαρέα ταῦτα ἀνθρώπῳ ἔχοντι
φρόνησιν, ἐπιτίμησις οἰκίας
καὶ ὀνειδισμὸς δανειστοῦ.
|
28
Τὰ λόγια αὐτὰ δι' ἕνα ἄνθρωπον
ὀρθοφρονοῦντα καὶ φιλότιμον εἶναι
πολὺ βαρειά· αὐτὴ δηλαδή,
ἡ ἐπιτίμησίς του εἰς οἰκίαν,
ὅπου ἐζήτησε φιλοξενίαν, καὶ
ἡ κακομεταχείρισίς του, ὡς ἐὰν
πρόκειται περὶ χρεωφειλέτου. |
28
Οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι βαρεῖς
καὶ ἀνυπόφοροι εἰς ἄνθρωπον, ποὺ
ἔχει φιλοτιμίαν καὶ εὐαισθησίαν, τὸ
νὰ δεχθῇς δηλαδὴ ἐπίπληξιν καὶ
ἐπιτίμησιν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν
ποὺ σὲ ἐφιλοξένησε, καταφρόνησιν δὲ
καὶ ὕβριν ἀπὸ ἐκεῖνον
ποὺ σὲ ἐδάνεισε. |