Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
σχολία
μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπῳ
καὶ ζυγὸς βαρὺς
ἐπὶ υἱοὺς Ἀδὰμ ἀφ'
ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς
μητρὸς αὐτῶν ἕως
ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα
πάντων· |
εγάλη
καὶ πολυμέριμνος ἀπασχόλησις ἔχει
ἐπιβληθῇ εἰς κάθε ἄνθρωπον.
Βαρὺς ζυγὸς ἐπάνω εἰς τοὺς
υἱοὺς τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ
τῆς ἡμέρας, ἀπὸ τῆς ὁποίας
ὁ καθένας γεννᾶται μέχρι τῆς
ἡμέρας, ποὺ θὰ ἐπιστρέψῃ
εἰς τὴν γῆν, τὴν μητέρα ὅλων.
|
εγάλη
ἀπασχόλησις καὶ φροντὶς ἔχει δημιουργηθῇ
διὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ ζυγὸς βαρὺς
ἔχει ἐπιβληθῇ εἰς τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἀδάμ, ἀπὸ τὴν ἡμέραν
ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν κοιλίαν
τῆς μητέρας των, μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ
θὰ ἐπιστρέψουν διὰ τοῦ θανάτου του
ὁ καθένας των εἰς τὴν μητέρα ὅλων,
τὴν γῆν. |
2
τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν καὶ
φόβον καρδίας, ἐπίνοια προσδοκίας,
ἡμέρᾳ τελευτῆς.
|
2
Ἐκεῖνο ποὺ ἐμβάλλει μελαγχολίαν
εἰς τοὺς διαλογισμούς του καὶ φόβον
εἰς τὴν καρδίαν, εἶναι ἡ σκέψις
καὶ ἡ ἀγωνιώδης προσμονὴ τῆς
ἡμέρας τοῦ θανάτου.
|
2
Ἐκεῖνο ποὺ ταράσσει τὰς σκέψεις των
καὶ προκαλεῖ τὸν φόβον τῆς καρδίας
των, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἀναμονῆς
καὶ προσδοκίας τῆς ἡμέρας τῆς τελευτῆς
καὶ τοῦ θανάτου. |
3
Ἀπὸ καθήμένου ἐπὶ θρόνου
ἐν δόξῃ καὶ ἕως τεταπεινωμένου
ἐν γῇ καὶ σποδῷ, |
3
Εἰς ὅλους συμβαίνει αὐτό, ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος κάθεται
ἐπάνω εἰς ἔνδοξον θρόνον, μέχρι
τὸν ἄθλιον πτωχὸν ποὺ κάθεται
ἐπάνω εἰς τὸ χῶμα καὶ
τὴν στάκτην,
|
3
Δημιουργεῖται δὲ ἡ ἀγωνία καὶ
ὁ φόβος αὐτὸς ἀνεξαιρέτως εἰς
ὅλους· ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ
κάθηται ἐπὶ θρόνου δοξασμένου καὶ βασιλικοῦ,
ἕως ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ταπεινωμένος
καὶ πεσμένος κάτω εἰς τὸ χῶμα καὶ
τὴν στάκτην· |
4
ἀπὸ φοροῦντος ὑάκινθον καὶ
στέφανον καὶ ἕως περιβαλλομένου ὠμόλινον,
|
4
ἀπὸ τὸν ἄρχοντα ποὺ φορεῖ
πολύτιμον κυανοῦν χιτῶνα καὶ στεφάνι
εἰς τὸ κεφάλι καὶ ἕως ἐκεῖνον,
ποὺ φορεῖ ὡς ἱμάτιον ἕνα
χονδροκαμωμένον λίνον ὕφασμα·
|
4
ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ φορεῖ
ἔνδυμα πορφύρας βασιλικῆς καὶ φέρει ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς του στέφανον, καὶ μέχρις ἐκείνου
ποὺ περιβάλλεται μὲ χονδρὸν ροῦχον
ἀπὸ ἀκατέργαστον λινάρι.
|
5
θυμὸς καὶ ζῆλος καὶ ταραχὴ καὶ
σάλος καὶ φόβος θανάτου καὶ
μηνίαμα καὶ ἔρις· καὶ ἐν
καιρῷ ἀναπαύσεως ἐπὶ κοίτης
ὕπνος νυκτὸς ἀλλοιοῖ γνῶσιν
αὐτοῦ. |
5
ὁ θυμός, ἡ ζηλοφθονία, ἡ ταραχή,
ἡ ἀναστάτωσις, ὁ φόβος τοῦ
θανάτου, ἡ ὀργὴ καὶ ἡ
ἔρις, ταράσσουν καὶ συγκλονίζουν ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅταν ὁ
ἄνθρωπος ἀναπαύεται κατὰ τὴν
νύκτα εἰς τὴν κλίνην του, ὁ
νυκτερινὸς ὕπνος ἀλλοιώνει καὶ
ἐπιδεινώνει τὰς σκέψεις καὶ
ἀνησυχίας.
|
5
Ἡ παραφορὰ καὶ ἡ ζηλοτυπία, ἡ
ταραχὴ καὶ ἡ ἀναστάτωσις, ὁ
φόβος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀντιπάθεια
καὶ ἡ φιλονικία συνοδεύουν τὸν ἄνθρωπον,
ὅταν δὲν κοιμᾶται· ἀλλὰ
καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀναπαύσεως
ἐπὶ τῆς κλίνης του ὁ ὕπνος τῆς
νυκτὸς μεταβάλλει τὴν ἀπόφασιν καὶ
τὰ σχέδιά του. |
6
Ὀλίγον ὡς οὐδὲν ἐν ἀναπαύσει,
καὶ ἀπ' ἐκείνου ἐν ὕπνοις
ὡς ἐν ἡμέρᾳ σκοπιᾶς τεθορυβημένος
ἐν ὁράσει καρδίας αὐτοῦ,
ὡς ἐκπεφευγὼς ἀπὸ προσώπου
πολέμου. |
6
Ἀναπαύεται ὀλίγον, ποὺ ἰσοδυναμεῖ
μᾶλλον μὲ τὸ τίποτε, καὶ κατὰ
τὸ ἐλάχιστον αὐτὸ χρονικὸν
διάστημα τοῦ φαίνεται ὡσὰν νὰ
εἶναι ἐπάνω εἰς φυλάκιον περιστοιχιζόμενος
ἀπὸ ἐχθρούς. Ἀναστατώνεται
ἀπὸ τὰ φαντάσματα αὐτὰ
τοῦ πνεύματός του, εὑρίσκεται
ἀκόμη ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ
τρόμου, ὡς ἐὰν ἔχῃ διαφύγει
ἀπὸ φονικὴν μάχην. |
6
Ὀλίγον τι, ὅσον σχεδὸν τὸ τίποτε,
διατελεῖ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐν
ἀναπαύσει, καὶ ἀπὸ τὸ ὀλίγον
αὐτὸ τῆς ἀναπαύσεώς του κατὰ
τὴν διαρκειαν τοῦ νυκτερινοῦ ὕπνου
ἀναστατώνεται ταρασσόμενος καὶ θορυβούμενος ἀπὸ
τὸν ἐφιάλτην τῆς καρδίας του, τὸν
ὁποῖον βλέπει, σὰν νὰ εἶναι
ἐν καιρῷ ἡμέρας φρουρὸς εἰς
σκοπιὰν καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ
ἔχει σωθῆ διὰ τῆς φυγῆς ἀπὸ
κάποιαν μάχην εἰς ὤραν πολέμου.
|
7
Ἐν καιρῷ σωτηρίας αὐτοῦ ἐξηγέρθη
καὶ ἀποθαυμάζων οὐδένα φόβον.
|
7
Κατὰ τὴν στιγμὴν δὲ ποὺ νομίζει
ἐν τῷ ὀνείρῳ του ὅτι διεσώθη
αὐτὸ τὴν φονικὴν μάχην, ἀπορεῖ
καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὸν ἀδικαιολόγητον
καὶ ἀνύπαρκτον φόβον του.
|
7
Καθ' ἣν δὲ ὥραν φαντάζεται ὅτι ἐσώθη
ἀπὸ τὴν μάχην, ἀφυπνίζεται καὶ
σηκώνεται ὄρθιος καὶ θαυμάζει, πληροφορούμενος
ὅτι ὁ φόβος του ἦτο μάταιος καὶ δὲν
εἶχε κανένα λόγον. |
8
Μετὰ πάσης σαρκὸς ἀπὸ ἀνθρώπου
ἕως κτήνους, καὶ ἐπὶ ἁμαρτωλῶν
ἑπταπλάσια πρὸς ταῦτα·
|
8
Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν εἰς κάθε
ἔμβιον ὄν, ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου
μέχρι τοῦ ζώου. Εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ὅμως εἶναι αὐτὰ ἑπτὰ φορὲς
περισσότερα.
|
8
Τοιαῦτα συμβαίνουν εἰς κάθε δημιούργημα, ποὺ
φέρει σάρκα, ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου μέχρι
τοῦ κτήνους, εἰς δὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἑπτὰ φορὰς περισσότερα καὶ χειρότερα
ἀπὸ αὐτά. |
9
θάνατος καὶ αἷμα καὶ ἔρις καὶ
ρομφαία, ἐπαγωγαί, λιμὸς καὶ
σύντριμμα καὶ μάστιξ, |
9
Διότι ὁ βίαιος καὶ πρόωρος θάνατος,
ὁ φόνος, ἡ διχόνοια, ἡ μάχαιρα,
αἱ θεομηνίαι, ὁ λιμός, ὁ ὄλεθρος
καὶ αἱ ἄλλαι μάστιγες,
|
9
Θάνατος καὶ αἱματοκύλισμα καὶ φιλονικία
καὶ ξίφος κοπτερόν, συμφοραὶ καὶ πεῖνα
καὶ συντριπτικὴ καταστροφὴ καὶ τιμωρία.
|
10
ἐπὶ τοὺς ἀνόμους ἐκτίσθη
ταῦτα πάντα, καὶ δι' αὐτοὺς
ἐγένετο ὁ κατακλυσμός. |
10
ὅλα αὐτὰ ἔχουν προορισθῆ διὰ
τοὺς παρανόμους, πρὸς τιμωρίαν τῶν
ὁποίων ἄλλωστε εἰς τὴν παλαιὰν
ἐποχὴν ἔγινε καὶ ὁ κατακλυσμός.
|
10
Ὅλα αὐτὰ ὡρίσθησαν διὰ τοὺς
παραβαίνοντας τὸν θεῖον Νόμον, καὶ ἐξ
αἰτίας αὐτῶν ἔγινε ὁ κατακλυσμός.
|
11
Πάντα, ὅσα ἀπὸ γῆς, εἰς
γῆν ἀναστρέφει, καὶ ἀπὸ
ὑδάτων εἰς θάλασσαν ἀνακάμπτει.
|
11
Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὴν
γῆν, ἐπιστρέφουν εἰς τὴν γῆν.
Ὅλα ὅσα ἐξέρχονται ἀπὸ
τὰ ὕδατα ἐπιστρέφουν εἰς τὴν
θάλασσαν. |
11
Ὅλα, ὅσα προῆλθον ἐκ τῆς γῆς,
ἐπιστρέφουν πάλιν εἰς τὴν γῆν καὶ
ὅσα ἐξῆλθον ἀπὸ τὰ νερά,
γυρίζουν πάλιν εἰς τὴν θάλασσαν.
|
12
Πᾶν δῶρον καὶ ἀδικία ἐξαλειφθήσεται,
καὶ πίστις εἰς τὸν αἰῶνα
στήσεται. |
12
Παράνομα δῶρα, δωροδοκίαι καὶ ἀδικίαι
δὲν θὰ πιάσουν τόπον· θὰ
ἐξαλειφθοῦν. Ἡ ἀξιοπιστία ὅμως
μένει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. |
12
Κάθε δωροδοκία καὶ ἀδικία θὰ ἐξαλειφθῇ
καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ, ἡ ἐμπιστοσύνη
ὅμως καὶ ἡ πιστότης εἰς τὸ δίκαιον
καὶ τὴν ἀλήθειαν θὰ σταθῇ καὶ
θὰ παραμείνῃ αἰωνίως.
|
13
Χρήματα ἀδίκων ὡς ποταμὸς ξηρανθήσεται
καὶ ὡς βροντὴ μεγάλη ἐν ὑετῷ
ἐξηχήσει. |
13
Τὰ πλούτη τῶν ἀδίκων ἀνθρώπων
θὰ ξηρανθοῦν, ὅπως τὸ νερὸ τοῦ
χειμάρρου, ὅπως ἡ μεγάλη βροντὴ
ἡ ὁποία ἀντηχεῖ εἰς ὥραν
βροχῆς καὶ ἔπειτα σβήνει ὁ ἦχος
της. |
13
Τὰ πλούτη τῶν ἀδίκων θὰ ξηρανθοῦν
καὶ θὰ ἑξαφανισθοῦν σὰν χείμαρρος
καὶ σὰν ξηροπόταμος τοῦ χειμῶνος,
καὶ θὰ ἀντηχήσουν ὅπως ἡ μεγάλη
βροντὴ κατὰ τὴν διαρκειαν ραγδαίας βροχῆς,
διὰ να σβήσῃ εὐθὺς ἀμέσως ὁ
ἦχος των. |
14
Ἐν τῷ ἀνοῖξαι αὐτὸν χεῖρας
εὐφρανθήσεται, οὕτως οἱ παραβαίνοντες
εἰς συντέλειαν ἐκλείψουσιν.
|
14
Ὅπως ὅταν ἀνοίγῃ κανεὶς
τὸ χέρι του, διὰ νὰ λάβῃ
κάτι, πρὸς στιγμὴν εὐχαριστεῖται,
ἀλλὰ δὲν λαμβάνει, ἔτσι καὶ
ἐκεῖνοι ποὺ παραβαίνουν τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ, πρὸς στιγμὴν
εὐφραίνονται καὶ κατόπιν θὰ
ἐκλείψουν τελείως.
|
14
Ὅταν ὁ ἄδικος καὶ παράνομος θὰ
ἀνοίξῃ τὰς χεῖρας του διὰ νὰ
λάβῃ χρήματα δωροδοκούμενος, θὰ χαρῇ· αὐτοὶ
ὅμως, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξολοθρευθοῦν
τελείως. |
15
Ἔκγονα ἀσεβῶν οὐ πληθύνει κλάδους,
καὶ ρίζαι ἀκάθαρτοι ἐπ' ἀκροτόμου
πέτρας· |
15
Οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀσεβῶν
δὲν θὰ πληθύνουν τοὺς κλάδους
τοῦ γεννεαλογικοῦ των δένδρου, διότι
αἱ ἀκάθαρτοι ρίζαι τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν εἶναι ἐπάνω εἰς
κατάξηρον ἀπότομον βράχον.
|
15
Οἱ βλαστοὶ τῶν ἀσεβῶν δὲν
θὰ πληθύνουν τοὺς κλάδους τῶν ἀπογόνων
των, ἀλλὰ θὰ εἶναι σὰν ρίζαι
ἀκάθαρτοι καὶ σάπιαι ἐπάνω εἰς σκληρὰν
καὶ ἀπότομον πέτραν. |
16
ἄχει ἐπὶ παντὸς ὕδατος καὶ
χείλους ποταμοῦ πρὸ παντὸς χόρτου
ἐκτιλήσεται. |
16
Ὅπως τὰ ὑδρόβια φυτά, ποὺ
φυτρώνουν καὶ ταχέως ἀναπτύσσονται
κοντὰ εἰς τὰ νερὰ καὶ εἰς
τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν ξερριζώνονται
εὔκολα ἢ κόβονται ἐνωρίτερα
ἀπὸ κάθε ἄλλο χόρτον, ἔτσι
καὶ οἱ ἀσεβεῖς.
|
16
Τὸ εἶδος τοῦ καλάμου, ποὺ φυτρώνει
γρήγορα πλησίον εἰς κάθε νερὸν καὶ εἰς
τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, θὰ κοπῇ
καὶ θὰ μαδηθῇ προτήτερα ἀπὸ
κάθε ἄλλο χόρτον. Ἔτσι θὰ ἐξολοθρευθοῦν
καὶ οἱ ἄδικοι καὶ παράνομοι.
|
17
Χάρις ὡς παράδεισος ἐν εὐλογίαις,
καὶ ἐλεημοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα
διαμένει. |
17
Ἡ φιλανθρωπία ὅμως καὶ ἡ ἐλεημοσύνη
εἶναι ὡσὰν ἔνας κῆπος εὐλογημένος,
ἡ δὲ ἐλεημοσύνη παραμένει εἰς
τὸν αἰῶνα. |
17
Ἡ καλωσύνη ὅμως καὶ εὐεργεσία πρὸς
τοὺς πτωχοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἔχοντας
ἀνάγκην θὰ εἶναι παράδεισος καὶ κῆπος
τερπνὸς καὶ ἀειθαλής, γεμᾶτος ἀπὸ
εὐλογίας καὶ ἀγαθά, καὶ ἡ ἐλεημοσύνη
καὶ ἀγαθοεργία παραμένει αἰωνίως.
|
18
Ζωὴ αὐτάρκους ἐργάτου γλυκανθήσεται,
καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ὁ εὑρίσκων
θησαυρόν. |
18
Ἡ ζωὴ τοῦ ἐργατικοῦ καὶ
αὐτάρκους ἀνθρώπου εἶναι γλυκεῖα.
Περισσότερον ὅμως τυχηρὸς καὶ ἀπὸ
τοὺς δύο εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
εὑρίσκει θησαυρόν.
|
18
Ἡ ζωὴ ἐκείνου ποὺ ἀρκεῖται
εἰς τὰ ὀλίγα, καθὼς καὶ τὸν
ἐργάτου, ποὺ τοῦ εἶναι ἀρκετὸν
τὸ ἡμερομίσθιόν του, εἶναι εὐχάριστος
καὶ γλυκεῖα· παραπάνω ὅμως ἀπὸ
τοὺς δύο αὐτοὺς εὐτυχέστερος εἶναι
αὐτὸς ποὺ εὑρίσκει κρυμμένον θησαυρόν,
ἀφοῦ αὐτὸς γίνεται ἀμέσως καὶ
χωρὶς κόπον πλούσιος. |
19
Τέκνα καὶ οἰκοδομὴ πόλεως στηρίζουσιν
ὄνομα, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
γυνὴ ἄμωμος λογίζεται.
|
19
Ἡ ἀπόκτησις πολλῶν τέκνων καὶ
ἡ ἀνοικοδόμησις μιᾶς πόλεως
στηρίζουν καὶ διαιωνίζουν τὸ καλὸν
ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνωτέρα
ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ
θεωρεῖται ἡ ἄμεμπτος σύζυγος.
|
19
Τὰ πολλὰ παιδιὰ καὶ ἡ οἰκοδόμησις
πόλεως συντελοῦν εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ
ὀνόματος τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς γενεᾶς
καὶ τοῦ θεμελιωτοῦ τῆς πόλεως·
παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο ταῦτα
ἐκτιμᾶται καὶ λογαριάζεται ἡ ἀκατηγόρητος
καὶ ἄμεμπτος γυναῖκα.
|
20
Οἶνος καὶ μουσικὰ εὐφραίνουσι
καρδίαν, κοὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
ἀγάπησις σοφίας. |
20
Ὁ οἶνος καὶ ἡ μουσική, ποὺ
ὑπάρχουν εἰς τὰ συμπόσια, εὐφραίνουν
τὴν καρδίαν περισσότερον ὅμως καὶ
ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εὐφραίνει
ἡ ἀγάπη τῆς σοφίας.
|
20
Ὁ οἶνος καὶ ἡ μουσικὴ εὐφραίνουν
τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου· παραπάνω
ὅμως ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εὐφραίνει
ἡ ἀγάπη τῆς ἀληθινῆς Σοφίας.
|
21
Αὐλὸς καὶ ψαλτήριον ἡδύνουσι
μέλι, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
γλῶσσα ἡδεῖα. |
21
Ὁ αὐλὸς καὶ τὸ ψαλτήρι
ἀναδίδουν ἤχους γλυκεῖς ὡσὰν
τὸ μέλι· ἀνώτερον ὅμως
καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ
μουσικὰ ὄργανα εἶναι ἡ γλυκεῖα
γλῶσσα.
|
21
Ἡ φλογερὰ καὶ τὸ διὰ τῶν
χειρῶν παιζόμενον ψαλτήριον παράγουν γλυκεῖς σὰν
μέλι ἤχους· παραπάνω ὅμως καὶ περισσότερον
θελκτικὴ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ
εἶναι ἡ γλυκεῖα γλῶσσα.
|
22
Χάριν καὶ κάλλος ἐπιθυμήσει
ὁ ὀφθαλμός σου, καὶ ὑπὲρ
ἀμφότερα χλόην σπόρου. |
22
Τὸ μάτι σου ἐπιθυμεῖ καὶ ἀρέσκεται
νὰ βλέπῃ χάριν καὶ κάλλος
εἰς τοὺς ἀνθρώπους· περισσότερον
ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ δύο εὐχαριστεῖται,
ὅταν βλέπῃ τὴν βλαστάνουσαν
ἀπὸ τοὺς σπόρους χλόην, τὴν
ὡραιότητα δηλαδὴ τῆς φύσεως.
|
22
Ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιθυμεῖ νὰ
βλέπῃ χαριτωμένας καὶ μὲ σωματικὸν
κάλλος μορφάς· παραπάνω ὅμως πιὸ ἐλκυστικὴ
καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι
ἡ πρασινάδα τοῦ σπόρου, ποὺ ἔχει φυτρώσει.
|
23
Φίλος καὶ ἑταῖρος εἰς καιρὸν
ἀπαντῶντες, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
γυνὴ μετὰ ἀνδρός.
|
23
Ὡραῖον εἶναι, ὅταν εἰς τὸν
κατάλληλον μάλιστα καιρὸν συναντῶνται
ὁ φίλος καὶ ὁ σύντροφος, ἂν
καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ
ἀνωτέρα εἶναι ἡ συνάντησις τῆς
γυναικὸς μετὰ τοῦ συζύγου της.
|
23
Ὁ φίλος καὶ ὁ συνεταῖρος συναντώνται
εὐχαρίστως εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον παραπάνω
ὅμως πυκνὴ καὶ εὐχάριστος καὶ
ἀπὸ τῶν δύο τούτων τὴν συνάντησιν
εἶναι ἡ συνάντησις τῆς συζύγου μὲ
τὸν ἄνδρα της. |
24
Ἀδελφοὶ καὶ βοήθεια εἰς καιρὸν
θλίψεως, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
ἐλεημοσύνη ρύσεται. |
24
Οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἡ βοήθεια
ἐκ μέρους ἀγαπητῶν προοώπων,
εἰς καιρὸν μάλιστα θλίψεως, εἶναι
κάτι τὸ ὡραῖον. Περισσότερον
ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ
θὰ βοηθήσῃ τὸν ἄνθρωπον ἡ
ἐλεημοσύνη.
|
24
Ἀδελφοὶ καὶ βοήθεια φίλων εἶναι στήριγμα
εἰς τὸν καιρὸν θλίψεως καὶ δυστυχίας·
παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο ταῦτα
θὰ σώσῃ ὡς περισσότερον βοηθητικὴ
ἡ ἐλεημοσύνη. |
25
Χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐπιστήσουσι
πόδα, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
βουλὴ εὐδοκιμεῖται. |
25
Ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, (δηλ.
πλούτη καὶ ἀγαθά) στηρίζουν
τοὺς πόδας τῶν ἀνθρώπων·
περισσότερον ὅμως ἀπὸ τὰ δύο
αὐτὰ στηρίζει καὶ συνεργεῖ εἰς
τὴν εὐδοκίμησιν μιὰ καλὴ συμβουλή.
|
25
Χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ νομίσματα θὰ
στηρίξουν κλονιζόμενον πόδα· παραπάνω ὅμως ἀπὸ
τὰ δύο αὐτὰ θὰ ἐκτιμηθῇ
ὡς δόκιμος καὶ χρησιμωτέρα ἡ συνετὴ
συμβουλή. |
26
Χρήματα καὶ ἰσχὺς ἀνυψώσουσι
καρδίαν, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα
φόβος Κυρίου· οὐκ ἐστὶν
ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλάττωσις,
καὶ οὐκ ἔστιν ἐπιζητῆσαι ἐν
αὐτῷ βοήθειαν· |
26
Τὰ χρήματα καὶ ἡ δύναμις ἀνυψώνουν
καὶ στηρίζουν τὰς καρδίας τῶν
ἀνθρώπων· περισσότερον ὅμως καὶ
ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ στηρίζει
καὶ δοξάζει τὸν ἄνθρωπον ὁ φόβος
τοῦ Κυρίου. ῞Οπου ὑπάρχει ἡ
εὐλάβεια πρὸς τὸν Κύριον, ἐκεῖ
δὲν ἀπαντᾶται πτωχεία καὶ στέρησις.
Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον δὲν
θὰ εὑρεθῇ εἰς τὴν ἀνάγκην
νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς ἄλλους
βοήθειαν.
|
26
Τὰ χρήματα καὶ ἡ σωματικὴ δύναμις
ἀνυψώνουν τὴν καρδίαν καὶ τὸ θάρρος
τῶν ἀνθρώπων παραπάνω ὅμως ἀπὸ
τὰ δύο αὐτὰ ἀνυψώνει τὸ φρόνημα
καὶ τὴν ἀνδρείαν τοῦ ἀνθρώπου
ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Δὲν ὑπάρχει στέρησις
καὶ ἔλλειψις εἰς τὸν φόβον τοῦ
Κυρίου, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη εἰς
τὸν ἔχοντα αὐτὸν νὰ ἐπιζητήσῃ
ἀπὸ ἄλλους βοήθειαν. |
27
φόβος Κυρίου ὡς παράδεισος εὐλογίας,
καὶ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν ἐκάλυψαν
αὐτόν. |
27
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ὁμοιάζει
πρὸς πλουσιόκαρπον κῆπον. Τὸν εὐσεβῆ
τὸν καλύπτει ὁ Θεὸς μὲ δόξαν,
ἀνωτέραν ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην.
|
27
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ὁμοιάζει πρὸς εὐλογημένον
καὶ παντερπνὸν κῆπον μὲ δόξαν δέ,
ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλην τιμήν, ἐκάλυψαν
καὶ ἐξύμνησαν αὐτόν. |
28
Τέκνον, ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βίωσῃς·
κρεῖσσον ἀποθανεῖν ἢ ἐπαιτεῖν.
|
28
Παιδί μου, πρόσεχε μὴ ζήσῃς
ποτὲ τὴν ζωὴν τοῦ ἐπαίτου.
Καλύτερον εἶναι νὰ ἀποθάνῃ
κανείς, παρὰ νὰ ἐπαιτῇ.
|
28
Τέκνον μου, σὲ συμβουλεύω νὰ μὴ ζήσῃς
ζωὴν ζητιανιᾶς. Εἶναι προτιμότερον νὰ
ἀποθάνῃς παρὰ νὰ ζητιανεύῃς.
|
29
Ἀνὴρ βλέπων εἰς τράπεζαν ἀλλοτρίαν,
οὐκ ἔστιν αὐτοῦ ὁ βίος
ἐν λογισμῷ ζωῆς, ἀλισγήσει ψυχὴν
αὐτοῦ ἐν ἐδέσμασιν ἀλλοτρίοις·
ἀνὴρ δὲ ἐπιστήμων καὶ
πεπαιδευμένος φυλάξεται. |
29
Δὲν εἶναι ζωὴ ἀξιοπρεπὴς ἡ
ζωὴ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
βλέπει με βουλιμίαν τὴν ξένην τράπεζαν.
Αὐτὸς θὰ μολύνῃ τὴν ψυχήν
του μὲ τὰ ξένα φαγητά, ποὺ θὰ
τρώγῃ. Ὁ μορφωμένος ὅμως καὶ
συνετὸς ἄνθρωπος θὰ φυλαχθῇ ἀπὸ
αὐτὸ τὸ κατάντημα.
|
29
Τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βλέπει μὲ ἀδιάκριτον
πρόθεσιν εἰς ξένην τράπεζαν διὰ νὰ τρέφεται
ἀπὸ αὐτήν, ἡ ζωὴ δὲν πρέπει
νὰ λογαριάζεται ὡς ἀξίζουσα τὸ ὄνομα
τῆς ζωῆς. θὰ μολύνῃ τὴν ψυχήν
του μὲ τὰ ξένα φαγητά· ἄνθρωπος ὅμως
σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ μωρφωμένος μὲ
καλὴν ἀνατροφὴν θὰ προφυλαχθῇ
ἀπὸ αὐτό. |
30
Ἐν στόματι ἀναιδοῦς γλυκανθήσεται
ἐπαίτησις, καὶ ἐν κοιλίᾳ
αὐτοῦ πῦρ καήσεται. |
30
Εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀναιδοῦς
εἶναι γλυκεῖα ἡ ἐπαιτεία, ἀλλὰ
εἰς τὸ ἐσωτερικόν του εἶναι
μία ἀναμμένη φωτιά. |
30
Εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀδιαντρόπου ἀνθρώπου
θὰ εἶναι γλυκειὰ ἡ ζητιανιά, ἀλλ’
εἰς τὴν κοιλίαν καὶ τὰ σπλάγχνα του
θὰ ἀνάψῃ φωτιὰ καὶ θὰ
κατακαύσῃ αὐτά. |