Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἡ
ἐπιφανὴς καὶ ἀπολελυτρωμένη,
ἡ πόλις ἡ περιστερά· |
λλὰ
καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐπιφανής,
αὐτὴ ποὺ ἐγλύτωσε χάρις
εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου
ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους, ἡ πόλις
ποὺ ὠμοίαζε μὲ περιστεράν,
|
ἡ
ἐπίσημος καὶ πολυθρύλητος πόλις <ἡ Ἱερουσαλήμ>,
ἡ πόλις, ἡ ὁποία ὁμοιάζει μὲ
περιστεράν, διότι εἶναι πολὺ εὐπρεπὴς
καὶ ὡραία, καὶ ἀπήλαυσε πολλὲς
φορὲς σωτηρίαν καὶ πνευματικὰ χαρίσματα
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ! |
2
οὐκ εἰσήκουσε φωνῆς, οὐκ ἐδέξατο
παιδείαν, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ
οὐκ ἐπεποίθει καὶ πρὸς τὸν
Θεὸν αὐτῆς οὐκ ἤγγισεν.
|
2
δὲν ὑπήκουσεν εἰς τὴν φωνὴν
τοῦ Κυρίου. Δὲν ἐδέχθη τὴν
παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐστήριξε
τὴν πεποίθησίν της εἰς τὸν Κύριον,
δὲν ἐπλησίασε μὲ πίστιν καὶ
εὐλάβειαν τὸν Θεόν της.
|
2
Δὲν ὑπήκουσεν εἰς τὴν φωνὴν
τοῦ Κυρίου, δὲν ἐδέχθη τὸν νόμον,
ποὺ τὴν ἐσωφρόνιζε καὶ τὴν
ἐπαιδαγωγοῦσε εἰς τὴν ἐν γένει
ἀρετὴν δὲν ἐστήριξε τὴν
πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα της εἰς
τὸν παντοδύναμον Κύριον, καὶ εἰς τὸν
Θεόν της δὲν ἐπλησίασε μὲ εὐλάβειαν.
|
3
Οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ἐν αὐτῇ
ὡς λέοντες ὠρυόμενοι· οἱ
κριταὶ αὐτῆς ὡς λύκοι τῆς
Ἀραβίας, οὐχ ὑπελίποντο εἰς
τὸ πρωΐ· |
3
Οἱ ἄρχοντές της ἐντὸς αὐτῆς
ὁμοιάζουν μὲ ὠρυομένους λέοντας,
ποὺ ἐπιτίθενται κατὰ τῶν θυμάτων
των. Οἱ δικασταὶ της ὁμοιάζουν μὲ
τοὺς αἱμοβόρους καὶ ἀχορτάστους
λύκους τῆς Ἀραβίας, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἀφήνουν τίποτε διὰ τὸ
πρωΐ. |
3
Οἱ ἄρχοντές της περιφέρονται εἰς αὐτὴν
ὡσὰν πεινασμένα λιοντάρια, ποὺ βρυχῶνται.
Οἱ δικασταί της εἶναι βίαιοι καὶ παράνομοι,
ὁμοιάζοντες πρὸς τοὺς ἀγρίους
καὶ ὁρμητικοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας,
οἱ ὁποῖοι, λόγῳ τῆς λαιμαργίας
καὶ ἀπληστίας των, καταβροχθίζουν ἀμέσως
ὅλην τὴν τροφήν των, χωρὶς νὰ
ἀφήνουν τίποτε διὰ τὸ πρωῒ τῆς
ἑπομένης ἡμέρας. |
4
Οἱ προφῆται αὐτῆς πνευματοφόροι,
ἄνδρες καταφρονηταί· ἱερεῖς αὐτῆς
βεβηλοῦσι τὰ ἅγια καὶ ἀσεβοῦσι
νόμον· |
4
Οἱ παρουσιαζόμενοι ὡς προφῆται της
εἶναι κενοὶ περιεχομένου, ἀσκιὰ
φουσκωμένα ἀπὸ ἀέρα, ἄνθρωποι
ποὺ καταφρονοῦν τὸν Θεὸν καὶ
τὰς ἐντολάς του. Οἱ ἱερεῖς
της μολύνουν τὰ ἅγια τοῦ ναοῦ,
φέρονται μὲ ἀσέβειαν ἀπέναντι
τοῦ νόμου τοῦ Κυρίου.
|
4
Οἱ ψευδοπροφῆται της δὲν ἔχουν κανένα
περιεχόμενον, εἶναι ἀερολόγοι, φουσκωμένα
ἀσκιά, κομπασταὶ καὶ ἀπατεῶνες,
λαλοῦν δὲ ἐπικίνδυνα, διότι περιφρονοῦν
τὸν ἅγιον Θεὸν καὶ τὸν σωτήριον
νόμον του. Οἱ ἱερεῖς της, ἀντὶ
νὰ εἶναι τὸ ἐκλεκτόν γένος,
μολύνουν τὸν ἅγιον τόπον τοῦ Ναοῦ
μὲ τὰ μιαρὰ ἔργα των, δείχνουν ἀσέβειαν
εἰς τὸν ἅγιον νόμον τοῦ Θεοῦ
καὶ τὸν παραβιάζουν. |
5
ὁ δὲ Κύριος δίκαιος ἐν μέσῳ
αὐτῆς καὶ οὐ μὴ ποιήσῃ
ἄδικον· πρωῒ πρωῒ δώσει κρίμα
αὐτοῦ εἰς φῶς καὶ οὐκ
ἀπεκρύβη καὶ οὐκ ἔγνω ἀδικίαν
ἐν ἀπαιτήσει καὶ οὐκ εἰς
νεῖκος ἀδικίαν. |
5
Ὁ δὲ Κύριος, δίκαιος πάντοτε,
εὑρίσκεται ἐν μέσῳ αὐτῆς
καὶ δὲν θὰ ἀδικήσῃ κανένα.
Πρωΐ - πρωῒ ὡσὰν φῶς θὰ ἀνατείλῃ
τὴν δικαιοσύνην του, δὲν θὰ τὴν
ἀποκρύψῃ ἀπὸ κανένα. Δὲν
θὰ ἀνεχθῇ ὅμως τὴν ἀχόρταστον
καὶ θρασεῖαν ἀδικίαν· δὲν
θὰ ἐπιτρέψῃ νὰ ἐπικρατήσῃ
αὐτὴ πλήρως καὶ μέχρι τέλους.
|
5
Παρ’ ὅλην αὐτὴν τὴν ἀδικίαν
καὶ ἁμαρτίαν, ὁ πάντοτε δίκαιος Κύριος κατασκηνώνει
εἰς αὐτήν, μεταξὺ τοῦ λαοῦ της
καὶ δὲν πρόκειται νὰ ἀδικήσῃ
κανένα. Θὰ ἐπιφέρῃ πολὺ γρήγορα καὶ
φανερὰ τὴν τιμωρίαν εἰς ἐκείνους,
ποὺ τολμοῦν νὰ ἐργάζωνται τὰ
τόσον πολλὰ κακά· δὲν θὰ ἀποκρύψῃ
ἀπὸ κανένα τὴν δικαιοσύνην του. Ὅλα
αὐτὰ θὰ τὰ κάμῃ, διότι δὲν
θὰ ἀνεχθῇ τὸ θράσος τῆς ἀδικίας
καὶ δὲν θὰ τὴν ἀφήσῃ,
οὔτε θὰ τὴν ἀνεχθῇ νὰ
ἐπικρατήσῃ ἀπολύτως, μέχρι τέλους.
|
6
Ἐν διαφθορᾷ κατέσπασα ὑπερηφάνους,
ἠφανίσθησαν γωνίαι αὐτῶν·
ἐξερημώσω τὰς ὁδοὺς αὐτῶν
τὸ παράπαν τοῦ μὴ διοδεύειν·
ἐξέλιπον αἱ πόλεις αὐτῶν
παρὰ τὸ μηδένα ὑπάρχειν μηδὲ
κατοικεῖν. |
6
Ἐκρήμνισα εἰς καταστροφὴν τοὺς
ὑπερηφάνους, ἐξηφανίσθησαν καὶ
ἐκονιορτοποιήθησαν οἱ ἰσχυροί
των πύργοι. Θὰ κάμω ἐντελῶς
ἐρήμους τοὺς δρόμους, ὥστε κανεὶς
ἀπολύτως νὰ μὴ διαβαίνῃ
ἀπὸ αὐτούς. Αἱ πόλεις
των θὰ ἐκλείψουν· κανεὶς δὲν
θὰ ὑπάρχῃ εἰς αὐτάς,
κανεὶς δὲν θὰ κατοικῇ ἐκεῖ.
|
6
Ἐκρήμνισα καὶ παρέδωκα εἰς καταστροφὴν
τοὺς ὑπερηφάνους καὶ ὑβριστάς·
ἐξηφάνισα τοὺς ὑψηλοὺς πύργους,
ποὺ ἦσαν κτισμένοι εἰς τὶς γωνίες
τῶν τειχῶν των. Θὰ ἐρημώσω ἐντελῶς
τοὺς δρόμους των, ὥστε νὰ μὴ διέρχεται
ἀπὸ αὐτοὺς κανεὶς ἀπολύτως·
θὰ ἀφανίσω ἐντελῶς τὶς πόλεις
των, διότι κανεὶς δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον εἰς αὐτές, οὔτε θὰ κατοικῇ
εἰς αὐτές. |
7
Εἶπα· πλὴν φοβεῖσθέ
με καὶ δέξασθε παιδείαν, καὶ οὐ
μὴ ἐξολοθρευθῆτε ἐξ ὀφθαλμῶν
αὐτῆς, πάντα ὅσα ἐξεδίκησα
ἐπ' αὐτήν· ἐτοιμάζου, ὄρθρισον,
ἔφθαρται πᾶσα ἡ ἐπιφυλλὶς αὐτῶν.
|
7
Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ Θεὸς πρὸς
τοὺς εὐσεβεῖς εἶπα· Σεῖς
ὅμως νὰ μὲ εὐλαβῆσθε, νὰ
δεχθῆτε προθύμως τὰς παιδαγωγικάς
μου τιμωρίας καὶ ἔτσι δὲν θὰ
ἐξολοθρευθῆτε ἀπὸ τὰ μάτια
τῆς πόλεως, παρ' ὅλα ὅσα ἐγὼ
ἔστειλα πρὸς τιμωρίαν της. Ἐτοιμάσου,
λοιπόν, ξύπνα πρωΐ - πρωΐ, διότι ἔχουν
πλέον καταστραφῆ οἱ πονηροὶ ἄρχοντες
καὶ ὅλαι αἱ παραφυάδες των.
|
7
Ἀλλὰ πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς
Ἰουδαίους τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶπα:
Σεῖς ὅμως νὰ μὲ σέβεσθε βαθύτατα,
νὰ μὲ εὐλαβῆσθε καὶ νὰ
δεχθῆτε ταπεινὰ τὶς παιδαγωγικὲς τιμωρίες
τῆς ἀγάπης μου, καὶ δὲν θὰ ἐξολοθρευθῆτε
ἀπὸ τὰ μάτια τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἐξ αἰτίας ὅλων, ὅσα ἀπείλησα
ἐναντίον της. Λοιπόν, ἐτοιμάσου· ξύπνα
πρωΐ - πρωΐ, δεῖξε πολὺ γρήγορα ἔργα μετανοίας
καὶ διορθώσεως· ἔχουν καταστραφῇ καὶ
τὰ τελευταῖα ὑπόλοιπα τῶν κακῶν
ἀρχόντων τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
-8
Διὰ τοῦτο ὑπόμεινόν με, λέγει
Κύριος, εἰς ἡμέραν ἀναστάσεώς
μου εἰς μαρτύριον· διότι τὸ κρίμα
μου εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν τοῦ
εἰσδέξασθαι βασιλεῖς, τοῦ ἐκχέαι
ἐπ' αὐτοὺς πᾶσαν ὀργὴν
θυμοῦ μου· διότι ἐν πυρὶ ζήλου
μου καταναλωθήσεται πᾶσα ἡ γῆ.
|
8
Διὰ τοῦτο δεῖξε ὑπομονήν, περίμενέ
με, λέγει ὁ Κύριος, ἕως τὴν
ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ ἐξεγερθῶ ἐναντίον αὐτῶν
ὡς μάρτυς κατηγορίας καὶ καταδίκης
των. Διότι ἔχω ἤδη ἀποφασίσει
νὰ συγκεντρώσω τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη μὲ τοὺς βασιλεῖς των, διὰ
νὰ ἐκχύσω ἐναντίον αὐτῶν
ὅλην τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ
μου. Μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγανακτήσεώς
μου θὰ καταστραφῇ ὅλη ἡ χώρα.
|
8
Μὴ νομίσῃς ὅτι ἀδιαφορῶ δι'
ὅσα συμβαίνουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
δὲν ἀδιαφορῶ καθόλου! Διὰ τοῦτο
ἀνάμεινε μὲ καρτερικὴν ἐλπίδα
τὴν προστασίαν καὶ ἐπέμβασίν μου, λέγει
ὁ Κύριος, μέχρι τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν
ὁποίαν θὰ ἐπιβεβαιωθῇ> ἡ
ὑπόσχεσίς μου, ὅτι θὰ τοὺς βοηθήσω.
Διότι ἡ δικαία ἀπόφασίς μου εἶναι νὰ
συνάξω ἀπὸ παντοῦ τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη· θὰ ἀφήσω νὰ συγκεντρωθοῦν
οἱ βασιλεῖς των καὶ τότε θὰ ἐπιτρέψω
νὰ χυθῇ ἐπάνω των ὅλη ἡ ὀργή,
ὅλη ἡ λαύρα τοῦ θυμοῦ μου. Διότι μὲ
τὴν φωτιὰ τῆς δικαίας ἀγανακτήσεώς
μου θὰ καταστραφῇ ὅλη ἡ γῆ.
|
9
Ὅτι τότε μεταστρέψω ἐπὶ λαοὺς
γλῶσσαν εἰς γενεὰν αὐτῆς τοῦ
ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα
Κυρίου τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ὑπὸ
ζυγὸν ἕνα. |
9
Τότε δὲ θὰ μεταβάλω τὰς γλώσσας
τῶν λαῶν εἰς μίαν, τὴν ἀρχικὴν
γλῶσσαν, ὥστε ὅλοι νὰ ἐπικαλοῦνται
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ
ὑπηρετοῦν αὐτὸν ὑπὸ ἕνα
ζυγόν.
|
9
Διότι τότε τὴν γλῶσσαν τῶν λαῶν, ποὺ
ἦσαν συνηθισμένοι εἰς τὴν πολυθεΐαν καὶ
ἐπεκαλοῦντο ὄχι τὸν Ἕνα Θεόν,
ἀλλὰ πολλοὺς θεούς, θὰ τὴν μεταστρέψω·
θὰ τὴν καθαρίσω καὶ θὰ τὴν καταστήσω
ἐκλεκτήν, ὥστε ὅλοι αὐτοὶ
οἱ λαοὶ νὰ ἐπικαλοῦνται πλέον
τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου, τοῦ
Ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ·
ὅλοι δὲ κάτω ἀπὸ ἕνα ζυγόν,
τὸν ἰδικόν μου, καὶ μὲ τὴν εὐλαβῆ
τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν νὰ δουλεύουν
μὲ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμὸν εἰς
Ἐμέ, τὸν Κύριον. |
10
Ἐκ περάτων ποταμῶν Αἰθιοπίας
προσδέξομαι ἐν διεσπαρμένοις μου, οἴσουσι
θυσίας μοι. |
10
Ἀπὸ τὰ πέρατα τῶν ποταμῶν
τῆς Αἰθιοπίας, ἀπὸ τὰ
ἄκρα τῆς γῆς, θὰ δεχθῶ εὐμενῶς
ἀπὸ τοὺς διεσπαρμένους ἐκεῖ
πιστοὺς εἰς ἐμὲ ἐθνικοὺς
λαούς, καὶ αὐτοὶ θὰ μοῦ
προσφέρουν θυσίας.
|
10
Τοὺς ἐθνικούς, ποὺ θὰ ἐπιστρέφουν
καὶ θὰ προέρχωνται ἀπὸ τὰ ἀπομεμακρυσμένα
μέρη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τρέχουν οἱ
ποταμοὶ τῆς Αἰθιοπίας, θὰ τοὺς
δεχθῶ· αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ἐθνικοὶ
λαοὶ ἔχουν πιστεύσει ἀπὸ τοὺς
εὐσεβεῖς κήρυκας, ποὺ ἔχουν σκορπισθῆ
ἀπὸ Ἐμέ. Αὐτοὶ θὰ
μοῦ προσφέρουν θυσίες ὡς δεῖγμα ἀφοσιώσεως
καὶ ὑποταγῆς των εἰς Ἐμέ.
|
11
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
οὐ μὴ καταισχυνθῇς ἐκ πάντων
τῶν ἐπιτηδευμάτων σου, ὧν ἠσέβησας
εἰς ἐμέ· ὅτι τότε περιελῶ
ἀπὸ σοῦ τὰ φαυλίσματα τῆς
ὕβρεώς σου, καὶ οὐκέτι μὴ
προσθῇς τοῦ μεγαλαυχῆσαι ἐπὶ
τὸ ὅρος τὸ ἅγιόν μου.
|
11
Κατὰ τὴν εὐλογημένην ἐκείνην
ἐποχὴν τῆς λυτρώσεως δὲν θὰ
κυριευθῇς ἀπὸ αἰσχύνην ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων
σου, μὲ τὰ ὁποῖα ἄλλοτε ἐδειξες
τὴν ἀσέβειάν σου πρὸς ἐμέ.
Τότε ἐγὼ θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ
σὲ ὅλας τὰς φαύλας πράξεις τῆς
ὑπερηφάνειάς σου· θὰ γίνης
ταπεινόφρων καὶ δὲν θὰ κομπάζῃς
πλέον εἰς τὸ ἅγιόν μου ὅρος.
|
11
Κατὰ τὴν εὐλογημένην καὶ μακαρίαν
ἐκείνην ἐποχὴν τῆς ἀπελευθερώσεως
καὶ ἐπιστροφῆς δὲν θὰ ἐντραπῇς
δι’ ὅσα ἁμάρτησες καὶ μὲ ὅσα
ἔδειξες τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν
παρανομίαν σου εἰς Ἐμέ. Διότι τότε θὰ
ἀφαιρέσω ἀπὸ σὲ τὸν ἐξευτελισμὸν
τῆς ἐγωϊστικῆς καὶ ἀσεβοῦς
περιφρονήσεώς σου πρὸς Ἐμε· καὶ
πλέον δὲν θὰ κομπάζῃς, δὲν θὰ
φέρεσαι ἐπιδεικτικὰ εἰς τὸ ἅγιον
ὄρος μου <τὴν Σιών>, ὅπου εὑρίσκετο
ὁ παλαιὸς μεγαλοπρεπὴς ἅγιος Ναός
μου. |
12
Καὶ ὑπολείψομαι ἐν σοὶ λαῶν
πρᾳῢν καὶ ταπεινόν, καὶ εὐλαβηθήσονται
ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου
|
12
Ἐγὼ δὲ θὰ ἀφήσω νὰ
κατοικῇ εἰς τὴν περιοχήν σου λαὸς
πρᾷος καὶ ταπεινός, ἄνθρωποι οἱ
ὁποῖοι θὰ εὐλαβοῦνται τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου,
|
12
Θὰ ἀφήσω δὲ νὰ κατοικῇ εἰς
σὲ λαὸς πρᾶος καὶ ταπεινὸς καὶ
ὄχι μωρός, ἀνόητος καὶ ἄσοφος, ὅπως
προηγουμένως· ἄνθρωποι ποὺ θὰ εὐλαβοῦνται
βαθιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου,
|
13
οἱ κατάλοιποι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
οὐ ποιήσουσιν ἀδικίαν καὶ οὐ
λαλήσουσι μάταια, καὶ οὐ μὴ
εὑρεθῇ ἐν τῷ στόματι αὐτῶν
γλῶσσα δολία, διότι αὐτοὶ νεμήσονται
καὶ κοιτασθήσονται, καὶ οὐκ ἔσται
ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς.
|
13
οἱ ἀπομείναντες καὶ ἐπανελθόντες
ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰσραηλῖται,
δὲν θὰ διαπράττουν πλέον ἀδικίας,
δὲν θὰ λέγουν ματαιολογίας, δὲν
θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ στόμα
των γλῶσσα δολία. Θὰ νέμωνται εἰρηνικοὶ
τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, θὰ ἀναπαύονται
ἥσυχοι καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ποὺ θὰ τοὺς φοβίζῃ.
|
13
ὅσοι Ἰσραηλῖται ἀπέμειναν καὶ
ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν
αὐτοὶ δὲν θὰ ἐργάζωνται τὴν
ἀδικίαν, θὰ ὁμιλοῦν δὲ μόνον
ὀρθά, δίκαια καὶ βέβαια· δὲν θὰ
ὑπάρχῃ εἰς τὸ στόμα των γλῶσσα,
ποὺ θὰ πλέκῃ δόλους, ἀπάτες καὶ
πανουργίες. Αὐτοὶ
θὰ ἀπολαμβάνουν ἥσυχοι τὰ ἀγαθὰ
τῆς γῆς, θὰ κοιμοῦνται καὶ θὰ
ἀναπαύωνται εἰρηνικοί, χωρὶς να ὑπάρχῃ
κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς τρομάζῃ
καὶ θὰ τοὺς φοβίζῃ.
|
-14
Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε,
θύγατερ Ἱερουσαλήμ· εὐφραίνου
καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
σου, θύγατερ Ἱερουσαλήμ.
|
14
Χαῖρε παρὰ πολύ, κόρη μου Σιών,
κήρυξε αὐτὴν τὴν χαράν σου,
ὦ θυγάτηρ μου Ἱερουσαλήμ. Εὐφραίνου,
ἀπόλαυσε μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν
τὰς πλέον μεγάλας καὶ ὡραίας
τέρψεις, κόρη μου Ἱερουσαλήμ.
|
14
Χαῖρε πάρα πολύ, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ ὄρους
Σιών, κήρυσσε τὴν μεγάλην καὶ ἀπερίγραπτον
χαράν σου, ἀγαπημένη θυγατέρα μου Ἱερουσαλήμ·
εὐφραίνου, σκίρτα ἀπὸ πολλὴν ἀγαλλίασιν
καὶ ἄφατον χαρὰν μὲ ὅλην τὴν
δύναμιν τῆς καρδιᾶς σου, κόρη μου Ἱερουσαλήμ.
|
15
Περιεῖλε Κύριος τὰ ἀδικήματά
σου, λελύτρωταί σε ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν
σου· βασιλεὺς Ἰσραὴλ Κύριος ἐν
μέσῳ σου, οὐκ ὄψῃ κακὰ
οὐκέτι. |
15
Διότι ὁ Κύριος ἀφῄρεσε πλέον
τὰ ἀδικήματά σου, σὲ ἔχει
λυτρώσει ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν
ἐχθρῶν σου. Ὁ Κύριος, ὁ βασιλεὺς
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εὑρίσκεται
ἐν μέσῳ σου. Δὲν θὰ ἴδῃς
πλέον συμφορὰς καὶ θλίψεις.
|
15
Ὁ Κύριος ἀφήρεσε πλέον καὶ ἀμνήστευσε
τὰ ἀδικήματά σου, σὲ ἔχει λυτρώσει
ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
σου· τώρα ὁ Κύριος, ὁ βασιλιᾶς τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, κατοικεῖ εἰς
τὸ μέσον σου· δὲν ἔχεις πλέον τίποτε
νὰ φοβηθῇς, δὲν θὰ ἰδῇς
πλέον συμφορές. |
16
Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐρεῖ
Κύριος τῇ Ἱερουσαλήμ· θάρσει,
Σιών, μὴ παρείσθωσαν αἱ χεῖρές
σου. |
16
Κατὰ τὴν ὡραίαν καὶ χαρμόσυνον
ἐκείνην ἐποχὴν ὁ Κύριος
θὰ εἴπῃ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ·
Ἔχε θάρρος Σιών, ἃς μὴ παραλύσουν
ἀπὸ φόβον καὶ δειλίαν τὰ
χέρια σου.
|
16
Κατὰ τὴν μακαρίαν, εἰρηνικὴν καὶ
εὐφρόσυνον ἐκείνην ἐποχὴν ὁ
Κύριος θὰ εἴπῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ:
Ἔχε θάρρος, Σιὼν ἂς μὴ πέσουν κάτω
καὶ ἂς μὴ παραλύσουν τὰ χέρια σου
ἀπὸ δειλίαν καὶ φόβον.
|
17
Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, δυνατὸς
σώσει σε, ἐπάξει ἐπὶ σὲ
εὐφροσύνην καὶ καινιεῖ σε ἐν
τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ καὶ
εὐφρανθήσεται ἐπὶ σὲ ἐν
τέρψει ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς.
|
17
Διότι, Κύριος ὁ Θεός σου, ποὺ
εὑρίσκεται εἰς τὴν περιοχήν
σου, εἶναι ἰσχυρὸς καὶ θὰ σὲ
σώσῃ. Θὰ σὲ πλημμυρίσῃ
με εὐφροσύνην, θὰ σὲ ἀνακαινίσῃ
μὲ τὴν ἄπειρον ἀγάπην του. Θὰ
εὐφρανθῇ καὶ ὁ ἴδιος διὰ
τὴν ἰδικήν σου χαρὰν καὶ εὐφροσύνην,
ὅπως κατὰ τὰς χαρμοσύνους ἡμέρας
τῶν πανηγύρεων.
|
17
Ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὸ μέσον σου, εἶναι παντοδύναμος καὶ
θὰ σὲ σώσῃ· θὰ φέρῃ εἰς
σὲ εὐφροσύνην, ἀγαλλίασιν, τέρψιν·
θὰ σὲ ξεκαινουργώσῃ μὲ τὴν ἄπειρον
ἀγάπην του. Θὰ εὐφραίνεται δὲ καὶ
Αὐτὸς διὰ σέ, Ἱερουσαλήμ, μὲ
τὴν ἰδίαν ἀγαλλίασιν καὶ τέρψιν, ποὺ
αἰσθάνεται κανεὶς κατὰ τὶς εὐφρόσυνες
ἑορτὲς καὶ τὰ χαρμόσυνα πανηγύρια.
|
18
Καὶ συνάξω τοὺς συντετριμμένους σου.
Οὐαί, τὶς ἔλαβεν ἐπ' αὐτὴν
ὀνειδισμόν; |
18
Θὰ συγκεντρώσω, λέγει ὁ Κύριος,
ὅλους τοὺς συντετριμμένους, ποὺ θὰ
ἔχουν ἐπανέλθει ἀπὸ τὴν
ἐξορίαν. Ἀλλοίμονον! Ποιὸς ὅμως
ἐτόλμησε καὶ ὕβρισε καὶ ἐξηυτέλισε
τὴν πόλιν αὐτήν; Θὰ τιμωρηθῇ.
|
18
Καὶ θὰ συναθροίσω, λέγει ὁ Κύριος, ὅσους
ἔχουν συντριβῆ ἀπὸ τὶς κακουχίες
τῆς ἐξορίας. Ἀλλοίμονον! Ποῖος
ἐτόλμησε νὰ μεμφθῇ, νὰ ὑβρίσῃ,
νὰ κατηγορήσῃ τὴν θυγατέρα μου Ἱερουσαλήμ;
Αὐτὸς θὰ τιμωρηθῇ.
|
19
Ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ ἐν σοὶ
ἕνεκέν σου ἐν τῷ καιρῷ ἐκεῖνο,
λέγει Κύριος, καὶ σώσω τὴν ἐκπεπιεσμένην,
καὶ τὴν ἀπωσμένην εἰσδέξομαι,
καὶ θήσομαι αὐτοὺς εἰς καύχημα
καὶ ὀνομαστοὺς ἐν πάσῃ
τῇ γῇ. |
19
Ἰδού, ἐγὼ θὰ κάμω θαυμαστὰ
ἔργα κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην
πρὸς χάριν σου, λέγει ὁ Κύριος.
Θὰ σώσω τὴν καταπιεσθεῖσαν πόλιν
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Θὰ ὑποδεχθῶ
μὲ στοργὴν τοὺς ἀπὸ τὴν
ἐξορίαν ἐπανερχομένους Ἰσραηλίτας.
Θὰ τοὺς ἀναδείξω καὶ θὰ
τοὺς καταστήσω καύχημα καὶ ὀνομαστοὺς
εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην.
|
19
Νά! Ἐγὼ θὰ ἐργασθῶ εἰς
σέ <ἢ πρὸς χάριν σου> κατὰ τὴν
ἐποχὴν ἐκείνην θαύματα, λέγει ὁ παντοκράτωρ
Κύριος· θὰ σώσω τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ
ὁποία ἔχει καταπιεσθῆ ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς, θὰ ἐπαναφέρω δὲ καὶ
θὰ ὑποδεχθῶ ὅσους εἶχαν ὁδηγηθῆ
εἰς τὴν ἐξορίαν καὶ τώρα ἐπιστρέφουν.
Αὐτοὺς δὲ τοὺς πρώην περιφρονημένους
αἰχμαλώτους θὰ τοὺς τιμήσω, θὰ τοὺς
καταστήσω καύχημα, ἐνδόξους καὶ ὀνομαστοὺς
εἰς ὅλον τὸν κόσμον. |
20
Καὶ καταισχυνθήσονται ἐν τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ὅταν καλῶς ὑμῖν
ποιήσω, καὶ ἐν τῷ καιρῷ, ὅταν
εἰσδέξωμαι ὑμᾶς· διότι
δώσω ὑμᾶς ὀνομαστοὺς καὶ
εἰς καύχημα ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς
τῆς γῆς ἐν τῷ ἐπιστρέφειν
με τὴν αἰχμαλωσίαν ὑμῶν ἐνώπιον
ὑμῶν, λέγει Κύριος. |
20
Ὅλοι δὲ οἱ ἐχθροί σου κατὰ
τὴν ἐποχὴν ἐκείνην θὰ
καταισχυνθοῦν, ὅταν ἐγὼ πλουσίως
σᾶς εὐεργετήσω καὶ σᾶς δοξάσω
κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ποὺ
θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ ἐπανερχομένους
ἀπὸ τὴν ἐξορίαν. Θὰ σᾶς
κάμω ὀνομαστοὺς καὶ ἐνδόξους
μεταξὺ ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς,
ὅταν θὰ ἐπαναφέρω ἐνώπιόν
σας ἐλευθέρους καὶ λυτρωμένους τοὺς
ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, λέγει ὁ
Κύριος. |
20
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην οἱ
ἐχθροί σου θὰ κατεντροπιασθοῦν, ὅταν
σᾶς εὐεργετήσω μὲ τέτοιον θαυμαστὸν
τρόπον, καὶ κατὰ τὴν ἐποχήν, ποὺ
θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ μὲ ἀγάπην,
ὅταν θὰ ἐπιστρέφετε ἀπὸ τὴν
ἐξορίαν. Διότι θὰ σᾶς καταστήσω ἐνδόξους,
ὀνομαστοὺς καὶ καύχημα μεταξὺ ὅλων
τῶν λαῶν τῆς γῆς, ὅταν θὰ
ἐπιστρέψω καὶ θὰ ἀποκαταστήσω ἐνώπιόν
σας ἐλευθέρους καὶ εὐτυχισμένους τοὺς
πρώην αἰχμαλώτους σας, λέγει ὁ Κύριος.
|