Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐπορεύετο μέχρις οὗ ἐγγίσαι
αὐτοὺς εἰς Νινευῆ. Καὶ εἶπε
Ραφαὴλ πρὸς Τωβίαν· οὐ γινώσκεις,
ἀδελφέ, πῶς ἀφῆκας τὸν
πατέρα σου; |
Τωβίας
μαζῆ μὲ τὸν συνοδόν του ἐπέστρεφαν
καὶ ἐβάδιζαν, μέχρις ὅτου ἔφθασαν
εἰς τὴν Νινευῆ. Ὁ Ραφαήλ εἶπε
τότε πρὸς τὸν Τωβίαν· <δὲν
γνωρίζεις, ἀδελφέ, πῶς ἀφῆκες
τὸν πατέρα σου;
|
αὶ
ἐπροχωροῦσε ὃ Τωβίας μὲ τὸν
συνοδόν του, ἕως ὅτου ἐπλησίασαν εἰς
τὴν Νινευῆ. Εἶπε δὲ ὁ Ραφαὴλ
εἰς τὸν Τωβίαν: <Δὲν θυμᾶσαι, ἀδελφέ
μου, εἰς ποίαν κατάστασιν ὑγείας ἄφησες
τὸν πατέρα σου, ὅταν ἐφύγαμεν;
|
2
Προδράμωμεν ἔμπροσθεν τῆς γυναικός
σου καὶ ἐτοιμάσωμεν τὴν οἰκίαν·
|
2
Λοιπόν, ἂς τρέξωμεν ἡμεῖς πρὸ
τῆς γυναικός σου, διὰ νὰ ἐτοιμάσωμεν
τὴν οἰκίαν.
|
2
Ἂς τρέξωμεν λοιπὸν πρὶν ἀπὸ
τὴν γυναῖκα σου, διὰ νὰ ἐτοιμάσωμεν
τὸ σπίτι. |
3
λαβὲ δὲ παρὰ χεῖρα τὴν χολὴν
τοῦ ἰχθύος. Καὶ ἐπορεύθησαν,
καὶ συνῆλθεν ὁ κύων ὄπισθεν
αὐτῶν. |
3
Πάρε δὲ εἰς τὸ χέρι σου τὴν
χολὴν τοῦ ψαριοῦ>. Πράγματι ἐπροπορεύθησαν
καὶ οἱ δύο, ὁ δὲ σκύλος
τοὺς ἀκολουθοῦσε ὄπισθέν των.
|
3
Πάρε δὲ εἰς τὸ χέρι σου καὶ τὴν
χολὴν ἀπὸ τὸ ψάρι ἐκεῖνο,
ποὺ ἐσκότωσες εἰς τὸ ποτάμι>.
Καὶ ἐβάδισαν πράγματι γρηγορώτερα, τὸ δὲ
σκυλί των τοὺς ἀκολουθοῦσε ἀπὸ
κοντά. |
4
Καὶ Ἄννα ἐκάθητο περιβλεπομένη
εἰς τὴν ὁδὸν τὸν παῖδα
αὐτῆς· |
4
Ἡ Ἂννα ἐκάθητο καὶ παρατηροῦσε
εἰς τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν
ὁποῖον θὰ ἤρχετο τὸ παιδί
της. |
4
Ἡ δὲ μητέρα τοῦ Τωβίου, ἡ Ἄννα,
ἐκάθητο εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρόμου
καὶ ἔβλεπε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ
καὶ ἐπερίμενε τὸ παιδί της.
|
5
καὶ προσενόησεν αὐτὸν ἐρχόμενον
καὶ εἶπε τῷ πατρὶ αὐτοῦ·
ἰδοὺ ὁ υἱός μου ἔρχεται
καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ πορευθεὶς μετ'
αὐτοῦ. |
5
Αὐτὴ τὸν εἶδε νὰ ἔρχεται,
ἔσπευσε καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα
του· <ἰδού, τὸ παιδί μου ἔρχεται,
μαζῆ δὲ μὲ αὐτὸ καὶ ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε συνταξιδεύσει
μαζῆ του>. |
5
Μόλις λοιπὸν τὸν ἀντελήφθη νὰ ἔρχεται
ἀπὸ μακριά, εἶπεν εἰς τὸν πατέρα
του: <Νά, τὸ παιδί μου! Ἔρχεται! Μαζί
του ἔρχεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
τὸν εἶχε συνοδεύσει εἰς τὸ ταξίδι
του!> |
6
Καὶ Ραφαὴλ εἶπεν· ἐπίσταμαι
ἐγὼ ὅτι ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς
ὁ πατήρ σου. |
6
Ὁ Ραφαήλ εἶπεν εἰς τὸν Τωβίαν·
<γνωρίζω καλὰ ὅτι θὰ θεραπευθοῦν
καὶ θὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια
τοῦ πατρός σου.
|
6
Ὁ δὲ Ραφαὴλ εἶπεν εἰς τὸν
Τωβίαν: <Ξέρω πῶς θὰ ἀνοίξουν τὰ
μάτια τοῦ πατέρα σου. Ἄκου τί θὰ κάμῃς:
|
7
Σὺ ἔγχρισον τὴν χολὴν εἰς τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ δηχθεὶς
διατρίψει καὶ ἀποβαλεῖται τὰ
λευκώματα καὶ ὄψεταί σε.
|
7
Πρὸς τοῦτο, σὺ χρίσε μὲ τὴν
χολὴν τὰ μάτια του. Ὅταν δὲ
αὐτὸς αἰσθανθῇ σὰν ἕνα
δάγκωμα ἀπὸ τὴν ὀξύτητα
τῆς χολῆς, θὰ τρίψῃ τὰ
μάτια του καὶ θὰ πέσουν τὰ λευκώματα
ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς του καὶ
ὁ πατήρ σου θὰ σὲ ἰδῇ>.
|
7
Νὰ ἀλείψῃς μὲ τὴν χολὴν
τὰ μάτια του καί, μόλις ἐκεῖνος αἰσθανθῇ
πόνον (σὰν τσούξιμο ἢ φαγούρα), θὰ τρίψῃ
τὰ μάτια του καὶ ἀμέσως θὰ πέσουν
καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν τὰ λευκώματα,
ποὺ τὸν ἐμποδίζουν νὰ βλέπῃ,
καὶ θὰ σὲ ἰδῇ>.
|
8
Καὶ προσδραμοῦσα Ἄννα ἐπέπεσεν
ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ υἱοῦ
αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῷ·
εἶδόν σε, παιδίον, ἀπὸ τοῦ
νῦν ἀποθανοῦμαι. Καὶ ἔκλαυσαν
ἀμφότεροι. |
8
Ἡ Ἄννα ἔτρεξε, ἔπεσεν εἰς τὸν
τράχηλον τοῦ παιδιοῦ της καὶ εἶπεν
εἰς αὐτό· <παιδί μου, σὲ
εἶδα· τώρα ἂς πεθάνω>. Ἔκλαυσαν
καὶ οἱ δύο.
|
8
Καὶ ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ
Ραφαήλ, ἡ Ἄννα ἔτρεξεν ἐμπρός, ἔπεσεν
εἰς τὸν τράχηλον τοῦ υἱοῦ της
καὶ τὸν ἐνηγκαλίσθη καὶ τοῦ
εἶπε: <Σὲ εἶδα, παιδί μου, καὶ
πάλι! Τώρα λοιπὸν ἂς πεθάνω!> Καὶ ἔκλαυσαν
ἀπὸ συγκίνησιν καὶ οἱ δύο.
|
9
Καὶ Τωβὶτ ἐξήρχετο πρὸς τὴν
θύραν καὶ προσέκοπτεν, ὁ δὲ
υἱὸς αὐτοῦ προσέδραμεν αὐτῷ
|
9
Ὁ Τωβὶτ ἐξήρχετο πρὸς τὴν
θύραν εἰς συνάντησιν τοῦ υἱοῦ
του καὶ ἐσκόνταφτε. Τὸ δὲ παιδί
του ἔτρεξε πρὸς αὐτόν, διὰ νὰ
τὸν στηρίξῃ.
|
9
Ὁ δὲ Τωβὶτ ἔβγαινε πρὸς τὴν
θύραν τῆς οἰκίας του, ἀλλ’ ἐσκόνταφτε
λόγῳ τῆς τυφλώσεώς του. Μόλις τὸν εἶδεν
ὁ υἱός του, ἔτρεξεν ἀμέσως κοντά
του. |
10
καὶ ἐπελάβετο τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
καὶ προσέπασε τὴν χολὴν ἐπὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
λέγων· θάρσει, πάτερ.
|
10
Ἐκράτησεν εἰς τὰ χέρια του τὸν
πατέρα του, ἤλειψε μὲ τὴν χολὴν
τὰ μάτια τοῦ πατρός του καὶ
τοῦ εἶπε· <πατέρα, ἔχε θάρρος>.
|
10
Καὶ ἔπιασε καὶ ἐστήριξε τὸν
πατέρα του ὁ Τωβίας καὶ ἐπασπάλισε
(ἔχρισε) μὲ τὴν χολὴν τὰ μάτια
του καὶ τοῦ εἶπε: <Θάρρος, πατέρα!>
|
11
Ὡς δὲ συνεδήχθησαν, διέτριψε τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ ἐλεπίσθη
ἀπὸ τῶν κάνθων τῶν ὀφθαλμῶν
αὐτοῦ τὰ λευκώματα.
|
11
Ὁ δὲ Τωβίτ, ὅταν ᾐσθάνθη
κάτι σὰν δάγκωμα εἰς τὰ δυό
του μάτια, τὰ ἔτριψε μὲ τὰ χέρια
του καὶ ἔπεσαν ἀπὸ τὰ βλέφαρα
τῶν ὀφθαλμῶν του τὰ λευκώματα
σὰν λέπια.
|
11
Μόλις δὲ ἔνοιωσε πόνον καὶ κάτι σὰν
δάγκωμα καὶ φαγούραν εἰς τὰ μάτια του ὁ
Τωβίτ, ἔτριψε τὸ μάτια του καὶ ἔπεσαν
σὰν λέπια ἀπὸ τὶς κῶχες τῶν
ματιῶν του τὰ λευκώματα. |
12
Καὶ ἰδὼν τὸν υἱὸν αὐτοῦ
ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον
αὐτοῦ |
12
Ὁ Τωβὶτ ἄνοιξε τὰ μάτια του,
εἶδε τὸ παιδί του καὶ ἔπεσεν
εἰς τὸν τράχηλόν του.
|
12
Καὶ ὅταν ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ
εἶδε τὸν υἱόν του, ἔπεσεν εἰς
τὸν τράχηλόν του καὶ τὸν ἐνηγκαλίσθη.
|
13
καὶ ἔκλαυσε καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς
εἶ, ὁ Θεός, καὶ εὐλογητὸν
τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας,
καὶ εὐλογημένοι πάντες οἱ ἅγιοί
σου ἄγγελοι· ὅτι ἐμαστίγωσας
καὶ ἠλέησάς με, ἰδοὺ βλέπω
Τωβίαν τὸν υἱόν μου.
|
13
Ἔκλαυσε καὶ εἶπε· <δοξασμένος
εἶσαι σύ, ὁ Θεός, καὶ εὐλογημένον
τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας.
Εὐλογημένοι καὶ δοξασμένοι ἂς
εἶναι οἱ ἅγιοί σου ἄγγελοι,
διότι μὲ ἐμαστίγωσες, ἀλλὰ
καὶ μὲ ἠλέησες. Ἰδοὺ ὅτι
τώρα βλέπω καὶ πάλιν τὸ παιδί
μου, τὸν Τωβίαν>.
|
13
Ἔκλαυσε δὲ ὁ Τωβὶτ καὶ εἶπεν:
<Ἂς εἶσαι δοξασμένος, Κύριε ὁ Θεός·
καὶ εἶναι ἄξιον νὰ εὐλογῆται
καὶ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά Σου εἰς
τοὺς αἰῶνας! Εὐλογημένοι ἂς
εἶναι καὶ ὅλοι οἰ ἅγιοι Σου
ἄγγελοι· Εἶναι πρέπον νὰ δοξάζεσαι,
διότι ἐπέτρεψες μὲν μὲ τὴν δικαιοσύνην
Σου νὰ κτυπηθῶ καὶ νὰ ταλαιπωρηθῶ,
ἀλλ’ ὅμως μὲ εὐσπλαγχνίσθης
μὲ τοὺς οἰκτιρμούς Σου. Καὶ νά, τώρα
βλέπω καὶ πάλι τὸν υἱόν μου, τὸν Τωβίαν!>
|
14
Καὶ εἰσῆλθεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ
χαίρων καὶ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ
αὐτοῦ τὰ μεγαλεῖα τὰ γενόμενα
αὐτῷ ἐν τῇ Μηδίᾳ.
|
14
Ὁ υἱὸς εἰσῆλθε μὲ χαρὰν
εἰς τὸ σπίτι καὶ ἐγνωστοποίησεν
εἰς τὸν πατέρα του τὰ μεγαλεῖα,
τὰ ὁποῖα ἔγιναν εἰς αὐτὸν
εἰς τὴν Μηδίαν.
|
14
Μετὰ ταῦτα ἐμβῆκεν ὁ υἱὸς
τοῦ Τωβὶτ Τωβίας, εἰς τὸ σπίτι μὲ
χαρὰν καὶ ἀνέφερε τὰ θαυμαστὰ
γεγονότα, ποὺ τοῦ συνέβησαν κατὰ τὸ
ταξίδι του εἰς τὴν Μηδίαν. |
15
Καὶ ἐξῆλθε Τωβὶτ εἰς συνάντησιν
τῇ νύμφῃ αὐτοῦ χαίρων
καὶ εὐλογῶν τὸν Θεὸν πρὸς
τῇ πύλῃ Νινευῆ καὶ ἐθαύμαζον
οἱ θεωροῦντες αὐτὸν πορευόμενον,
ὅτι ἔβλεψε. |
15
Ὁ Τωβὶτ ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν
οἰκίαν πρὸς τὴν πύλην τῆς
Νινευῆ εἰς συνάντησιν τῆς νύμφης
του μὲ χαρὰν καὶ δοξολογίας πρὸς
τὸν Θεόν. Ὅλοι δὲ ποὺ τὸν
συναντοῦσαν ἐθαύμαζαν, διότι τὸν
παρατηροῦσαν νὰ βαδίζῃ καὶ νὰ
βλέπῃ μὲ τὰ μάτια του.
|
15
Ἐβγῆκε δὲ κατόπιν ὁ Τωβὶτ εἰς
τὴν πύλην τῆς Νινευῆ διὰ νὰ
προϋπαντήσῃ τὴν νύμφην του γεμᾶτος
χαρὰν καὶ ἐδοξολογοῦσε τὸν Κύριον.
Ὅσοι δὲ τὸν ἔβλεπαν νὰ προχωρῇ,
ἀποροῦσαν καὶ ἐθαύμαζαν, διότι
εἶχεν ἀποκτήσει καὶ πάλι τὸ φῶς
του. |
16
Καὶ Τωβὶτ ἐξωμολογεῖτο ἐνώπιον
αὐτοῦ, ὅτι ἠλέησεν αὐτοὺς
ὁ Θεός· καὶ ὡς ἤγγισε Τωβὶτ
Σάρρα τῇ νύμφῃ αὐτοῦ,
κατευλόγησεν αὐτὴν λέγων· ἔλθοις
ὑγιαίνουσα, θύγατερ· εὐλογητὸς
ὁ Θεός, ὃς ἤγαγέ σε πρὸς
ἡμᾶς, καὶ ὁ πατήρ σου καὶ
ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἐγένετο χαρὰ
πᾶσι τοῖς ἐν Νινευῆ ἀδελφοῖς
αὐτοῦ. |
16
Ὁ Τωβὶτ ἐδοξολογοῦσε καὶ εὐχαριστοῦσε
μεγαλοφώνως τὸν Θεόν, διότι τοὺς
ἠλέησεν. Ὅταν δὲ ὁ Τωβὶτ
ἐπλησίασε πρὸς τὴν νύμφην του
τὴν Σάρραν, τῆς ηὐχήθη μὲ
ὅλην του τὴν καρδίαν λέγων· <Καλῶς
ἦλθες, κόρη μου. Εὐλογημένος ἂς
εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
σὲ ἔφερε πρὸς ἡμᾶς, εὐλογημένοι
ἂς εἶναι ὁ πατέρας σου καὶ ἡ
μητέρα σου>. Ἔγινε δὲ τότε χαρὰ
εἰς ὅλους τοὺς συγγενεῖς τοῦ
Τωβίτ, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν
εἰς τὴν Νινευῆ.
|
16
Ὁ δὲ Τωβὶτ ἐδόξαζε τὸν Κύριον
ἐνώπιον τοῦ πλήθους, διότι τοὺς εὐσπλαγχνίσθη
ὁ Θεός. Καὶ μόλις ἐπλησίασε τὴν νύμφην
του Σάρραν ὁ Τωβίτ, τὴν εὐλόγησε καὶ
τῆς εἶπε: <Καλῶς ὤρισες, κόρη μου!
Νὰ εἶσαι γερὴ πάντοτε! Ἂς εἶναι
δοξασμένος ὁ Θεός, ποὺ σὲ ὠδήγησεν
εἰς τὴν οἰκογένειάν μας! Ἂς
εἶναι εὐλογημένοι καὶ ὁ πατέρας σου
καὶ ἡ μητέρα σου!> Ἐχάρηκαν δὲ
μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Τωβὶτ καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς
του, ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν Νινευῆ.
|
17
Καὶ παρεγένετο Ἀχιάχαρος καὶ
Νασβὰς ὁ ἐξάδελφος αὐτοῦ,
|
17
Ἦλθε δὲ τότε εἰς τὴν οἰκίαν
τοῦ Τωβὶτ ὁ Ἀχιάχαρος καὶ
ὁ Νασβὰς ὁ ἐξάδελφός του.
|
17
Ἦλθε δὲ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Τωβὶτ
καὶ ὁ Ἀχιάχαρος μαζὶ μὲ
τὸν ἐξάδελφόν του, ποὺ ἐλέγετο Νασβάς,
διὰ νὰ τὸν συγχαροῦν.
|
18
καὶ ἤχθη ὁ γάμος Τωβία μετ'
εὐφροσύνης ἡμέρας ἑπτά.
|
18
Ἐπανηγυρίσθη δὲ ὁ γάμος τοῦ
Τωβία μὲ μεγάλην χαρὰν καὶ εὐφροσύνην
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.
|
18
Καὶ ἑώρτασαν ὅλοι μὲ χαρὰν καὶ
εὐφροσύνην τὸν γάμον τοῦ Τωβίου ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρας. |